Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

Όχι, ο καρκίνος δεν περιμένει

Ένα κίνημα άμεσης προτεραιότητας που όμως έχει εγκαταλειφθεί από την κεντρική πολιτική σκηνή με ευθύνη και των κομμάτων της Αριστεράς (έχουν φαίνεται σπουδαιότερα πράγματα να ασχοληθούν...).
Κι όμως, ο καρκίνος δεν περιμένει: ούτε στις βρύσες των σπιτιών και των σχολείων, ούτε στις πατάτες, τα καρότα και τα κρεμμύδια που κατά το μεγαλύτερο μέρος πανελλαδικά, παράγονται στην γύρω περιοχή.
Οι προεκλογικές επισκέψεις δεν αρκούν, το ζήτημα δεν είναι μόνο τοπικό - αφορά την υγεία των κατοίκων της Αττικοβοιωτίας και Εύβοιας αλλά και όλων των καταναλωτών γεωργικών προϊόντων της περιοχής.
  • Νερό Μόρνου λοιπόν τώρα σε όλους τους παραΑσώπιους Δήμους (και στα χωριά του Ωρωπού)
  • Έναρξη απορρύπανσης της λεκάνης και διάσωση της Μαυροσουβάλας από την ρύπανση που εκεί κατευθύνεται
  • "Ο ρυπαίνων πληρώνει", ναι αλλά πότε; Όλα τα έξοδα άμεσα στις ρυπογόνες βιομηχανίες με έκτακτες ρυθμίσεις

Δείτε την εκπομπή ΔΡΟΜΟΙ του Άρη Σκιαδόπουλου στην ΕΤ1, με θέμα τον Ασωπό (Σεπτέμβριος 2010)



(κλικ στο σήμα του YouTube για μεγάλη εικόνα)


Δείτε σχετικά κείμενα και πληροφορίες:

buzz it!

Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010

Δυναμική Αριστερά

Του Λεωνίδα Καραδήμου.

από το feleki

Προσωπικά ουδέποτε ανήκα στο χώρο της Αριστεράς, ως εκ τούτου δε θα ήμουν ο κατάλληλος να αναλύσω και να αντικρούσω το κατά πόσον η νέα κίνηση των μέχρι πρότινος Ανανεωτικών του Συνασπισμού πληροί τα κριτήρια των οπαδών του Λένιν, του Μάο, του Τρότσκι ή όποιου άλλου θεωρείται ως μετά θάνατον πρωτοπόρος στα χνάρια του οποίου θα όφειλαν να βαδίσουν όσοι αποσκοπούν στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού.

Θα έλεγα πως προς το παρόν δεν έχει και σημασία, καθώς παρά τις κραυγές δεν πρόκειται στις προσεχείς εκλογές να ψηφίσω υπέρ ή κατά του Μνημονίου και ως εκ τούτου δε με αφορά και τόσο η άποψη ενός υποψηφίου για τα γκουλάγκ όσο για τα σκουπίδια, ούτε για το αν είναι εφικτό να αποχωρήσει η Ελλάδα από το ΝΑΤΟ σε σχέση με το αν η Αθήνα μπορεί να αποκτήσει περισσότερο πράσινο.

Μπορεί να είμαι κοντόφθαλμος, ή μπορεί πολύ απλά να μην αναγνωρίζω πως η ψήφος δεν έχει σκοπό να στείλει ένα μήνυμα, πιστεύοντας πως σκοπός της είναι εκείνος που αναφέρεται στο Σύνταγμα, δηλαδή η διαμόρφωση πλειοψηφίας και μειοψηφίας για τη νομή της εξουσίας, εν προκειμένω της τοπικής. Δε θα ψήφιζα, με άλλα λόγια, με κριτήρια επικοινωνιακά ώστε να φανεί το κατά πόσον μου είναι ευχάριστο το ότι αυξήθηκαν οι φόροι μου ή μειώθηκε η σύνταξη της γιαγιάς μου, θα ψήφιζα με κριτήρια πολιτικά.

Χρειαζόμαστε φερ’ ειπείν δημοτική περίθαλψη και περισσότερους βρεφονηπιακούς σταθμούς; Χρειαζόμαστε αύξηση στα δημοτικά τέλη; Όλα αυτά είναι πολιτικά ζητήματα, και το νεοσύστατο σχήμα το συνειδητοποίησε έγκαιρα. Την ίδια ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ ασχολούνταν ακόμη με την επικοινωνιακή επούλωση του πλήγματος που δέχτηκε μετά την άρνηση λαμπερού (και ταλαντούχου) ονόματος από το χώρο της μουσικής και δυο-τρεις άλλους, η Δημοκρατική Αριστερά έπεισε τον επιτυχημένο Συνήγορο του Πολίτη να κατέβει στην Αθήνα και προσεταιρίστηκε τον κ. Γ. Μπουτάρη στη Θεσσαλονίκη.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως αμφότεροι έχουν πολύτιμη πείρα σε σχέση με ζητήματα που αφορούν και τις δημοτικές αρχές: την αναποτελεσματικότητα της γραφειοκρατίας, την απομάκρυνσή της από τον πολίτη, τον οικονομικό μαρασμό και την υποβάθμιση ολόκληρων συνοικιών.

Δεν υπάρχει αμφιβολία, επίσης, πως όλα αυτά είναι ζητήματα που δεν παύουν να αφορούν την Αριστερά. Δεν ξέρω κατά πόσον τα δύο αυτά πρόσωπα που επέλεξε να στηρίξει η ΔΑ έχουν κολλήσει αφίσες ή έχουν συμμετάσχει σε αντιιμπεριαλιστικές πορείες, ξέρω όμως με βεβαιότητα πως κανείς με αυτά τα δύο στοιχεία στο βιογραφικό του δεν έπεισε ως τώρα τους Αθηναίους ή τους Θεσσαλονικείς να κάνουν την πολυπόθητη στροφή.

Με το ΠΑΣΟΚ (καλό, κακό, νεοφιλελεύθερο ή οτιδήποτε άλλο) να παραβλέπει την κομματική ιεραρχία και να αγνοεί τις δημοσκοπήσεις, έχουν σίγουρα περισσότερες πιθανότητες να το πετύχουν εκείνοι. Να συνδιαμορφώσουν την τοπική άσκηση της πολιτικής όχι μόνο δια της κατάθεσης προτάσεων ή ψηφισμάτων, ούτε απλά οργανώνοντας ακτιβιστικά γκρουπ για να ματαιώσουν δημοτικές αποφάσεις κοπής δέντρων. Αλλά παίρνοντας οι ίδιοι τις αποφάσεις για την κοπή ή τη φύτευση, μαζί με τις υπόλοιπες.

Φυσικά, για την Αριστερά τα κόμματα που συμμετέχουν στην άσκηση πολιτικής, ήτοι τα κόμματα εξουσίας, είναι ακόμη ταμπού. Δεν έλειψαν οι βερμπαλιστικές εξάρσεις φίλων που έπαψαν μετά τις ανίερες συμμαχίες (με την κυβέρνηση να ακολουθεί τις επιλογές Κουβέλη, πάντως, όχι το αντίστροφο) να αναγνωρίζουν ως αριστερό το νέο σχήμα.

Τουλάχιστον έτσι, επικοινωνιακά, υποθέτω πως οι αποχωρήσαντες παύουν να έχουν το μίασμα της ”διάσπασης”. Αντίθετα, πρέπει να τους αναγνωριστεί πως απάλλαξαν την Αριστερά της διαμαρτυρίας από μια πολύχρονη νόθευση.

Αυτά για όσους αισθάνονται επικοινωνιακά αριστεροί. Για όσους, όμως, βλέπουν στο χώρο τους δυναμική και θεωρούν πως πολιτική αποτελεί και η άσκηση της εξουσίας, οι κοινοί συνδυασμοί θα μπορούσαν να αποδειχθούν εφαλτήριο πολιτικής αλλαγής.

Στην καθημερινότητα των πολιτών, όχι στα καφέ των Εξαρχείων όπου οι υποστηρικτές κάθε συνιστώσας θα ερίζουν για το ποια άποψη για το ΔΝΤ είναι πιο ξεκάθαρα αριστερή ή πουλάει περισσότερο με πήχυ το 15%.

buzz it!

Δευτέρα 9 Αυγούστου 2010

"Δεν θα βάζαμε πανό στην Aκρόπολη"

O Παρθενώνας αντιστέκεται από μόνος του υπέρ της κοινωνίας, δηλώνει ο Φώτης Kουβέλης και διατυπώνει μια διαφορετική άποψη υπέρ της επιχειρηματικότητας. Tαυτόχρονα, ανοίγει τα χαρτιά του για το μνημόνιο, τα κλειστά επαγγέλματα, τις αυτοδιοικητικές εκλογές

Συνέντευξη στον Ευτύχη Παλλήκαρη. εφημερίδα Ημερησία, 7/8/10

Έχουμε ήδη μια εμπειρία τριών μηνών από την εφαρμογή βασικών διατάξεων του Mνημονίου. Θέλω να μου πείτε τη γνώμη σας. Tελικά είναι ευχή ή κατάρα το Mνημόνιο για τη χώρα;

Θα ήθελα και διεκδικούσα να μην είναι η Eλλάδα υπό τον έλεγχο του Διεθνούς Nομισματικού Tαμείου, αλλά και του λεγόμενου μηχανισμού στήριξης και θεωρώ ότι οι χειρισμοί που έγιναν διαμόρφωσαν ένα πεδίο, το οποίο δημιούργησε τις συνθήκες για την εγκατάσταση του Διεθνούς Nομισ ματικού Tαμείου στην Eλλάδα. Ήταν η εποχή όπου και οι Eυρωπαίοι κάτω από άλλες εκτιμήσεις θεώρησαν ως εύκολη λύση την παρουσία του Διεθνούς Nομισματικού Tαμείου. Σήμερα, όμως, το Mνημόνιο είναι μια πραγματικότητα.

Kαι η απεμπλοκή από το μηχανισμό του Διεθνούς Nομισματικού Tαμείου, όσο και αν αποτελεί δίκαιο αίτημα της κοινωνίας, προϋποθέτει μια εναλλακτική πρόταση διεξόδου από την κρίση και αυτή στη συνέχεια προϋποθέτει την ύπαρξη συσχετισμών ευρωπαϊκού χαρακτήρα, οι οποίοι φοβάμαι ότι δεν υπάρχουν, αλλά και συμμαχίες στήριξης του σχετικού αιτήματος που πρέπει βέβαια να διαμορφωθούν. Pεαλιστικό είναι να διεκδικείς την απαλλαγή της χώρας από τις ασφυκτικές ρυθμίσεις του Mνημονίου, να αποκρούεις ρυθμίσεις που επιβάλλονται πέρα και από τις δεσμεύσεις του Mνημονίου και να προωθείς εναλλακτική πρόταση διεξόδου. Nομίζω ότι αυτό συνιστά υπεύθυνη πολιτική και υπεύθυνη διεκδίκηση.

H άφιξη της τρόικας συνοδεύεται από εκτιμήσεις ότι έχουμε χάσει μέρος της κυριαρχίας μας σαν χώρα. Συμμερίζεστε αυτήν την άποψη;

H έννοια της κυριαρχίας βεβαίως είναι ευρύτατη και εάν η αναφορά της εθνικής κυριαρχίας γίνεται και στη διαμόρφωση της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής που ασκείται, αυτός ο τομέας της κυριαρχίας αναμφισβήτητα είναι τεροκα θοριζόμενος από τις αποφάσεις του Διεθνούς Nομισματικού Tαμείου και ευρύτερα του μηχανισμού στήριξης.

Θέλω να σημειώσω όμως ότι επί μήνες, όσο ήταν σε εξέλιξη οι εκβιασμοί και τα επάλληλα κυβερνητικά σχέδια, οι φορείς της Aριστεράς αρνήθηκαν, για διαφορετικούς λόγους, να διατυπώσουν και να οργανώσουν τις κοινωνικές δυνάμεις με εναλλακτική πρόταση. Eπιχειρούσαν στα λόγια να μπλοκάρουν το ένα πακέτο μετά το άλλο που γίνονταν όλο και χειρότερα και έφτασαν στο σημείο Aριστερές δυνάμεις να αναζητούν λύσεις εκτός Eυρωπαϊκής Ένωσης και χωρίς ευρώ.

Kαι αυτό αξίζει να σημειωθεί διότι αναδεικνύει το πόσο σημαντική είναι μια Aριστερά της ευθύνης, μια Aριστερά του υπεύθυνου λόγου και μια Aριστερά η οποία θέλει να είναι χρήσιμη και για τη χώρα και για την κοινωνία. Σήμερα, εκείνο που πρέπει να διεκδικηθεί, με παρόν το Διεθνές Nομισματικό Tαμείο, είναι η δίκαιη κατανομή των βαρών, η πάταξη της διαφθοράς, η οποία δυστυχώς παραμένει σε μεγάλο μέρος στο απυρόβλητο, η παραοικονομία, ο συντεχνιασμός και το πελατειακό κράτος.

Eίπατε για συντεχνιασμό και έρχεται στο νου μου η εικόνα των τελευταίων 24ώρων που αφορά στη ΔEH. Aπό τη μια έχουμε το αν πρέπει να εκχωρηθεί ή όχι ένα τμήμα της παραγωγής, από την άλλη έχουμε συνδικαλιστές της ΓENOΠ ΔEH να λένε «θα ματώσουμε», «θα σβήσει η Eλλάδα»...

H Eλλάδα ούτε πρέπει να σκοτεινιάσει, ούτε πρέπει να ματώσει. Tο δημόσιο αγαθό που είναι η ενέργεια πρέπει να προστατευθεί. O εκσυγχ ρονισμός, με σύγχρονες συνθήκες, της παραγωγής της ενέργειας πρέπει να υπάρξει και κυρίως πρέπει να προστατευθεί το καταναλωτικό κοινό, να προστατευθούν οι Eλληνες πολίτες. Yπήρξαν καθυστερήσεις αναφορικά με την εξυγίανση και τον εκσυγχρονισμό της Δημόσιας Eπιχείρησης Hλεκτρισμού, υπήρξαν ρυθμίσεις πρόσφατες, όσο και του απώτερου παρελθόντος, που, ενώ επέτρεψαν την παρουσία και συμμετοχή της ιδιωτικής πρωτο βουλίας, δεν λειτούργησαν επ' ωφελεία του τελικού αποτελέσματος που είναι η προστασία του δημόσιου αγαθού και η αποτελεσματικότητα της επιχείρησης.

Nα προστατεύσουμε το δημόσιο χαρακτήρα και το δημόσιο αγαθό, αλλά έχουμε υποχρέωση ταυτόχρονα να δούμε όλα εκείνα τα ζητήματα που θα μπορούν να εντάσσουν την Δημόσια Eπιχείρηση μέσα σε μια παραγωγική διαδικασία και στη βάση των συνθηκών που από τα πράγματα διαμορφώνονται και σε επίπεδο Eλλάδας, αλλά και σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή κλίμακα.

Θα μείνω λίγο στο θέμα των συντεχνιών. Eίχαμε αυτή την πολύ έντονη αντιπαράθεση με τους ιδιοκτήτες φορτηγών...

Aπό την πρώτη στιγμή ζητήσαμε την άρση της επιστράτευσης, διότι πρόκειται για ένα αντιδημοκρατικό μέτρο. Nα θυμίσω ότι η σημερινή κυβέρνηση ως αντιπολίτευση είχε αποκρούσει το νόμο για την επιστράτευση. Tαυτόχρονα ζητήσαμε το σταμάτημα της απεργίας των ιδιοκτητών φορτηγών και τον εις βάθος διάλογο για την αντιμετώπιση υπαρκτών ζητημάτων. Λέγοντας, όμως, ότι ο όποιος διάλογος έπρεπε να έχει ως βάση το άνοιγμα του επαγγέλματος. Eίναι ένας χώρος ο οποίος δεν αντέχει σε ρυθμίσεις του παρελθόντος. Pυθμίσεις πελατειακού κράτους.

Eίναι ανάλογη η θέση σας για το άνοιγμα και άλλων επαγγελμάτων- δικηγόροι, πολιτικοί μηχανικοί, φαρμακεία;

Δεν έχω καμία αντίρρηση να γίνει συζήτηση και για το άνοιγμα αυτών των επαγγελμάτων. Aλλά, δεν πρέπει να γίνει γενικευμένα. Πρέπει να γίνει για τον κάθε κλάδο χωριστά. Kαι εξηγούμαι. Δεν είναι κλειστό το επάγγελμα του δικηγόρου. Δικηγόρος μπορεί να γίνει ο οποιοσδήποτε με τις προϋποθέσεις που ισχύουν σε ολόκληρη την Eυρώπη. Eάν απελευ θέρωση του δικηγορικού επαγγέλματος σημαίνει τη δυνατότητα του όποιου δικηγόρου να ασκεί τη δικηγορία σε όποιο μέρος της χώρας του, βεβαιώνεται. Πολύ δε περισσότερο που η κοινοτική νομοθεσία δίνει τη δυνατότητα άσκησης του συγκεκ ριμένου επαγγέλματος από τον όποιο Eυρωπαίο πολίτη, στην όποια άλλη χώρα.

Eάν πάλι η συζήτηση γίνεται στο πλαίσιο του ανοίγματος του επαγγέλματος του δικηγόρου σε σχέση με την κατώτερη αμοιβή, βεβαίως να γίνει αυτή η συζήτηση, αλλά να συνυπολογισθεί και το στοιχείο της φορολογητέας ύλης. H κατώτερη προβλεπόμενη αμοιβή, η οποία από τα πράγματα δεν ισχύει και δεν ισχύει όταν έχεις έναν υπερπληθυσμό δικηγόρων - είμαστε η χώρα με τους περισσότερους δικηγόρους σε ολόκληρη την Eυρώπη.

O ίδιος ο ανταγωνισμός στο εσωτερικό του επαγγέλματος έχει καταργήσει την ελάχιστη προβλεπόμενη αμοιβή. Tο ίδιο θα μπορούσα να ισχυριστώ και για τον κλάδο των συμβολαιο γράφων και για τον κλάδο των φαρμακοποιών. Γι' αυτό και υπο στηρίζω ότι βεβαίως δεν έχουμε κανένα ταμπού αναφορικά με το κλειστό του όποιου επαγγέλματος, αλλά η συζήτηση πρέπει να γίνει εξειδικευμένα και να αντιμετωπίσει παραμέτρους, οι οποίες πρέπει, πράγματι, να αντιμετωπιστούν.

Kάνετε συναντήσεις με επικεφαλής τραπεζών, τον κ. Παντα λάκη από την Aγροτική, με τον κ. Παπαδόπουλο από το Tαχυδρομικό Tαμιευτήριο,

Kαι με τους συλλόγους των εργαζομένων...

Nαι, παράλληλα με αυτό, δεν αντιλέγω, είναι όμως ενδιαφέρον ότι ένα κόμμα της Aριστεράς κάνει συναντήσεις με τραπεζίτες...

Eίναι η παραδοχή μας, όσο και η θετική δέσμευσή μας, ότι η Aριστερά δεν μπορεί να περιορίζεται σε έναν καταγγελτικό λόγο, ο οποίος όσο χρήσιμος και αν είναι για να απαξιώνει μια νεοφιλελεύθερη κοινωνική πολιτική, δεν φτάνει μόνος του. Πρέπει να συνοδεύεται από την προώθηση και την ανάδειξη συγκεκριμένων θέσεων, προτάσεων και διεκδικήσεων για την υπάρχουσα οικονομική πραγματικότητα και για την κοινωνία.

Όταν υποστ ηρίζουμε την ανάγκη του δημόσιου τραπεζικού πυλώνα, όταν διεκδικούμε αυτός ο δημόσιος τραπεζικός πυλώνας να διαδραματίσει ένα θετικό ρόλο και για την αντιμετώπιση των στοιχείων της οικονομικής κρίσης, αλλά και για την εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου, οφείλει αυτή η Aριστερά, οφείλει η δική μας Aριστερά, η «Δημοκρατική Aριστερά», να προωθεί συγκεκριμένες θέσεις.

Άρα, αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχει και μια διαφορετική αντίληψη γενικότερα για την επιχειρηματικότητα στον τόπο...

Δεν μας αφορά η εχθρότητα κατά της επιχειρηματικότητας. Mας αφορά όμως ως «Δημοκρατική Aριστερά» η υγιής επιχειρηματικότητα, η στήριξη της μικρής, της μικρομεσαίας και της μεγαλύτερης επιχείρησης, πολύ δε περισσότερο από την ώρα που υπάρχει η παραδοχή ότι αυτός ο χώρος, ο επιχειρηματικός χώρος, μπορεί να συνεισφέρει αποτελεσματικά και στην αντιμετώπιση της ανεργίας. H ελληνική οικονομία δεν αναπτύσσεται σε στεγανό. H ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με όλες τις παραμέτρους που την συγκροτούν και μια από τις παραμέτρους αυτές είναι η επιχειρηματική δράση.

Eάν είχε τη δύναμη η «Δημοκρατική Aριστερά», θα κατέβαζε, θα έβαζε ένα πανό στην Aκρόπολη για να διαμαρτυρηθεί για τα όντως στραβά της κοινωνίας;

Όχι. Δεν θα βάζαμε πανό στην Aκρόπολη και στον Παρθενώνα. Kαι δεν θα βάζαμε πανό όχι μόνο για να συμβολίσουμε τον σεβασμό σε έναν πολιτισμό που έρχεται από μακριά και διεκδικεί να είναι παρών και όχι μόνο μουσειακός. Δεν θα βάζαμε ποτέ πανό στην Aκρόπολη επειδή πιστεύουμε ότι το μνημείο, με την παρουσία του και μόνο, αντιστέκεται υπέρ της κοινωνίας.

Eάν υπάρξουν συγκυρίες σε Δήμους -γιατί μιλάμε για δημοτικές εκλογές- σύμπραξης με δυνάμεις από το ΠAΣOK ή από την Aριστερά, θα κάνετε συνεργασίες;

Θα τις κάνουμε, με τις προϋποθέσεις που σας είπα. Θεωρούμε ότι ο χώρος της Tοπικής Aυτοδιοίκησης είναι το κατ' εξοχήν πρόσφορο πεδίο για τη δημιουργία συνθέσεων και συμμαχιών. Eμείς το λέμε ευθέως, διότι θα υπάρξουν δυνάμεις της Aριστεράς, ήδη υπάρχουν, που αναζητούν τη συνεργασία με δυνάμεις του ΠAΣOK, αλλά κρυμμένες πίσω από μια ψευδεπίγραφη άρνηση, ενώ επί της ουσίας προωθούν τέτοιες συνεργασίες στο όνομα του οφέλους, του κομματικού οφέλους. Aυτή η πολιτική συμπεριφορά δεν μας αφορά. Eκείνο το οποίο επιλέγουμε, επίσης με σαφήνεια, να πούμε είναι ότι στα τρία μεγάλα αυτοδιοικητικά μεγέθη που είναι Aθήνα, Θεσσαλονίκη, Πειραιάς και στις αντίστοιχες περιφέρειες, εκεί δεν θα κάνουμε συνεργασίες που θα προσδιορίζονται με κομματικούς όρους με το κυβερνητικό κόμμα.

Eκλογές: Αναζητούμε πλατιές συνεργασίες

Eσείς, τι προσδοκάτε από τις αυτοδιοικητικές εκλογές;

Διεκδικούμε τη νίκη των ιδεών της ουσιαστικής αποκέντρωσης και περιφερειακής συγκρότησης του κράτους με αυτοδιοίκηση. H επικράτηση αυτών των ιδεών πρέπει να γίνει μέσα από φερέγγυους συνδυασμούς και φερέγγυα πρόσωπα, προκειμένου να έχουμε τη μετατροπή των όποιων προγραμματικών δεσμεύσεων και προγραμματικών συμπτώσεων σε ένα καθημερινό αποτέλεσμα προς όφελος του ίδιου του πολίτη, της κοινωνίας και βεβαίως της αυτοδιοίκησης.

Bασικό γνώμονα αποτελούν οι εκτιμήσεις μας και οι επιλογές που γίνονται και από τις τοπικές αυτοδιοικητικές κινήσεις που πρόσκεινται ή ανήκουν στη «Δημοκρατική Aριστερά», με σταθερή τη διεκδίκηση της υπεράσπισης του δημόσιου και κοινωνικού χαρακτήρα των OTA.

Aπορρίπτουμε λογικές κομματικής καταγραφής, αναζητούμε και θα αναζητήσουμε σχήματα που θα διασφαλίζουν τις πιο πλατιές συνεργασίες ακριβώς στη βάση των αρχών που προανέφερα.


buzz it!

Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

Ο κόσμος της Ανανεωτικής Αριστεράς έχει βγάλει τα συμπεράσματά του.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΝΕΩΤΙΚΗΣ ΠΤΕΡΥΓΑΣ

Με αφορμή την κρίση στο Συνασπισμό, μετά από συνάντηση αντιπροσωπείας της Ανανεωτικής Πτέρυγας με αντιπροσωπεία της ηγεσίας του ΣΥΝ, η Ανανεωτική Πτέρυγα εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση:

"Είμαστε στην επόμενη μέρα με καινούρια δεδομένα, όπως διαμορφώθηκαν μετά το συνέδριο του ΣΥΝ. Την απόλυτη ευθύνη για τη ρήξη στο κόμμα έχει ο Αλέξης Τσίπρας και η ηγετική ομάδα του ΣΥΝ. Είχαμε έγκαιρα ζητήσει να μην πραγματοποιηθεί το συνέδριο χωρίς τις απαραίτητες συναινέσεις. Καλέσαμε την ηγεσία του κόμματος, έστω και την τελευταία στιγμή μέσα στο συνέδριο, να προβάλλει μια συνετή εναλλακτική διέξοδο από την κρίση. Αδιαφόρησαν και οδήγησαν τα πράγματα στα άκρα.

Η ηγετική ομάδα, όμηρος των παραλυτικών ισορροπιών στο ΣΥΡΙΖΑ, αδυνατεί να ασχοληθεί με τα πραγματικά προβλήματα της χώρας και της κοινωνίας. Δεν θα παρακολουθήσουμε αυτή την πορεία συνολικής φθοράς και απαξίωσης του χώρου. Ο κόσμος της Ανανεωτικής Αριστεράς έχει βγάλει τα συμπεράσματά του.

Όσο μας αφορά, τα βήματα θα γίνουν δημοκρατικά με τη συμμετοχή του κόσμου της Αριστεράς. Θα πάρουμε όσες πρωτοβουλίες απαιτούνται για την ανασυγκρότηση της Ανανεωτικής Αριστεράς".

buzz it!

Τετάρτη 2 Ιουνίου 2010

Μπλε και κόκκινο, τα χρώματα ξεθωριάζουν

από το ιστολόγιο Μη μαδάς τη μαργαρίτα



Συνέδριο Συνασπισμού. Ακούς, στο προσυνεδριακό διάλογο, φωνές σπαρακτικές, εγκλωβισμένες. Εκκλήσεις για ιδεολογική ενότητα, προτροπές για ενιαία πολιτική δράση, καταδίκες των μηχανισμών. Φωνές ανάλογες θα ακουστούν και στο συνέδριο. Το αποτέλεσμα γνωστό;
Όποιος είναι έξω από το χορό του κόμματος δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει ευθύνες από τα μέλη και τα στελέχη για τις χαμένες προσδοκίες. Αυτό είναι υπόθεση εσωτερική. Μπορεί όμως να ασκήσει κριτική, καλόπιστη ή και όχι, να εκφέρει γνώμη για όσα το κόμμα αυτό λέει και πράττει εσωτερικά ή δημόσια. Το κόμμα είναι ζωτικό όργανο της κοινωνίας, συμμετέχει στη διαπάλη των απόψεων, στην πάλη των τάξεων, οι θέσεις του επηρεάζουν τις τύχες όλων μας.

Ο ΣΥΝ γεννήθηκε στο περιβάλλον που δημιούργησε για την παγκόσμια Αριστερά η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Σκόρπισε ελπίδες για μια άλλη Αριστερά. Είκοσι χρόνια μετά τα πράγματα είναι διαφορετικά.

Υποσχέθηκε να γίνει κόμμα μελών, αλλά έγινε κόμμα μηχανισμών και ηγετικών ομάδων.
Υποσχέθηκε εσωκομματική δημοκρατία, αλλά έγινε χώρος ανοικτής πολεμικής και ταυτόχρονασυνδιαλλαγής ομάδων, εν κρυπτώ.
Υποσχέθηκε δημοκρατικό σοσιαλισμό, αλλά δεν δούλεψε πάνω σ’ αυτό, τον εγκατέλειψε.
Υποσχέθηκε αριστερό ευρωπαϊσμό, αλλά ξέχασε να τον μεταφράσει σε συγκεκριμένη ευρωπαϊκή πολιτική, έτσι ώστε ο καθένας να εννοεί ότι αυτός θέλει.
Υποσχέθηκε πολιτικό διάλογο και σύνθεση, αλλά κατέληξε σε αγώνα ακύρωσης της άποψης του εσωκομματικού αντιπάλου.
Υποσχέθηκε κόμμα συντρόφων, αλλά έγινε άθροισμα εχθρικών κομμάτων.
Φάνηκε να θέλει να γίνει ένα κόμμα της δημοκρατικής νέας Αριστεράς, κατέληξε να θέλει να γίνει ένα κόμμα της δογματικής παραδοσιακής Αριστεράς.

Η βασική αντίθεση στο χώρο του ΣΥΝ, ανάγεται στη διάσπαση του κομμουνιστικού κόμματος το 68 και τις διαφορές ΚΚΕ και ΚΚΕ εσωτερικού.
Από τη μια ο φιλοευρωπαϊσμός, η μεταρρυθμιστική λογική και η πίστη στη μεικτή οικονομία του ΚΚΕ εσ. και της Ανανεωτικής Πτέρυγας.
Από την άλλη ο αντιευρωπαϊσμός, ο εργατισμός και η ροπή προς στο Λενινιστικό μοντέλο του σοσιαλιστικού κράτους, του ΚΚΕ και του Αριστερού Ρεύματος.
Δύο διαφορετικοί κόσμοι στο ίδιο κόμμα.

Αυτή η συνένωση, πριν 20 χρόνια, ήταν από μόνη της μια τομή, μια υπέρβαση. Η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, άνοιγε προοπτικές για αναζητήσεις στο χώρο της θεωρίας και του άλλου δρόμου προς το σοσιαλισμό. Η ανάμειξη ικανών στελεχών από τους δύο χώρους της παραδοσιακής αριστεράς προοιώνιζε παραγωγή στιβαρής πολιτικής. Ακόμα ήταν κοινή η πεποίθηση ότι μόνο με τη δημοκρατία θα μπορούσε να λειτουργήσει το νέο κόμμα, την ίδια δημοκρατία που ήθελε και για το σοσιαλισμό του. Το πολιτικό περιβάλλον των τελευταίων 20 χρόνων ευνοούσε το εγχείρημα. Η σταδιακή δεξιά στροφή του ΠΑΣΟΚ, με κορύφωση την περίοδο Σημίτη και η σταδιακή σκλήρυνση και περιχαράκωση του ΚΚΕ, έδινε ευκαιρία και ηθικό δικαίωμα στη νέα αριστερά να ηγεμονεύσει στον προοδευτικό χώρο, αλλά και στην κοινωνία γενικότερα. Οι κινητοποιήσεις ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, στο πόλεμο στα Βαλκάνια και τις επιλογές του δικομματισμού ήταν ευκαιρίες να δοκιμαστεί μια άλλη πολιτική της Αριστεράς.

Αν και το κλίμα ήταν άριστο, οι συνιστώσες του ΣΥΝ με κύρια ευθύνη των ηγεσιών τους δεν άδραξαν την ευκαιρία. Αργά αλλά σταθερά η συνένωση αποδείχτηκε τεχνητή. Οι τάσεις παγιώθηκαν και στεγανοποιήθηκαν, δημιουργήθηκαν φέουδα. Η δημοκρατία απέδρασε από το κόμμα. Μέλη και στελέχη που δεν είχαν διάθεση να μπουν σε παιχνίδια εξουσίας και είχαν και άλλες δουλειές πάγωσαν και απομακρύνθηκαν. Έμειναν οι επαγγελματίες της πολιτικής, που βιοπορίζονται από την κομματική τους ενασχόληση. Δεν είναι πάντα και οι καλύτεροι, κάθε άλλο, χωρίς αυτό να δηλώνει απαξία για όλα τα στελέχη του χώρου.
Ένα κόμμα που δεν είναι ένα αλλά πολλά σε συσκευασία ενός και σε εμπόλεμη μεταξύ τους κατάσταση, δεν είναι δυνατόν να παράγει πολιτική. Πόσο μάλλον όταν πρέπει να αποκαθηλώσει παγιωμένες θεωρίες στο χώρο του μαρξισμού, να διερευνήσει νέα κοινωνικά μοντέλα, να δοκιμάσει άλλες πολιτικές και ταυτόχρονα να αντιμετωπίζει και την καθημερινή πολιτική πραγματικότητα.
Αποτέλεσμα; Να προβάλλονται οι πολιτικές απόψεις των ηγεσιών των τάσεων σε τηλεοπτικού τύπου πολιτικές παρεμβάσεις. Το κόμμα δεν λειτουργεί συλλογικά. Οι αντιθέσεις της κορυφής κατεβαίνουν στη βάση, η πολιτική διαίρεση παγιώνεται. Σε κάθε άποψη που εκφέρει η μια τάση δημόσια, υπάρχει και ο δημόσιος αντίλογος. Αποκορύφωμα τα γνωστά γεγονότα στην προεκλογική περίοδο.

Το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ δεν φάνηκε στην αρχή να αποτελεί πρόβλημα, κάθε άλλο. Όμως οι αριστερίστικες οργανώσεις που μπήκαν στη συμμαχία δεν είχαν καμιά πολιτική σχέση με το χώρο του ΣΥΝ, κανένα κοινό όραμα. Μοιραία τα πράγματα οδηγήθηκαν στις καταστάσεις που ακολούθησαν. Η αριστερή στροφή, που επιχείρησε η πλειοψηφία του ΑΡ, ανάτρεψε τις αρχικές πολιτικές συμφωνίες και μετατόπισε τον ΣΥΝ προς το χώρο του ΚΚΕ και των αριστεριστών. Πραγματικά ήταν στροφή μάλλον προς το κενό, γιατί ο χώρος αυτός έχει πολύ πιο αυθεντικούς εκφραστές. Ταυτόχρονα άνοιξε εσωτερικές πολιτικές διαμάχες και έκανε τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ ρυθμιστές και στην ουσία απορυθμιστές της κατάστασης. Τώρα τρέχουν να το μαζέψουν, αλλά μάλλον είναι αργά.


Ο ΣΥΝ δεν καταφέρνει να εμβολίσει το ΚΚΕ, ούτε να σπάσει το δικομματισμό. Ο κόσμος ακούει τις απόψεις των στελεχών του, παλιότερα με μεγαλύτερο ενδιαφέρον, αλλά δεν δείχνει να ελπίζει σ’ αυτόν. Ένας κόσμος γύρω από την ανανεωτική αριστερά ( ΚΚΕ εσ, Β Πανελλαδική) και ένας κόσμος της εκτός ΚΚΕ κομμουνιστικής αριστεράς και όχι μόνο, υποστηρίζει εκλογικά το κόμμα, χωρίς και να πολυενδιαφέρεται για τις απόψεις των τάσεων. Πιο πολύ από παράδοση. Εδώ έχουμε την γλυκιά εκδίκηση των ψηφοφόρων. Δίνοντάς τους ένα 3%-5% δεν τους επιτρέπουν να βλέπουν πιο ψηλά, αλλά τους βάζουν στη βουλή εξασφαλίζοντας την πολιτική και οικονομική τους επιβίωση. Στη θέση αυτή το πολιτικό παιχνίδι δεν έχει ενδιαφέρον, εκτός και αν βρεις θέμα στο εσωτερικό σου. Αν αυτό συνδυαστεί με ιδεολογικές αγκυλώσεις ορισμένων, με προσωπικούς στόχους, με την ανάγκη διαχείρισης της κρατικής επιδότησης και επαγγελματικής απασχόλησης, το μείγμα δεν θέλει και πολύ για να οδηγήσει σε ένα κόμμα εσωστρεφές και ανίκανο να παρακολουθήσει τις εξελίξεις.
Μεγάλη εντύπωση είχαν κάνει προεκλογικά, οι ανελέητες εσωτερικές συγκρούσεις που μείωναν καθοριστικά την ακτινοβολία του κόμματος. Τα γεγονότα έδειξαν ότι πάνω από το κόμμα και το λαό ήταν οι προσωπικές στρατηγικές. Συνεπώς με «ποια μούτρα» οι του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ ζητούσαν την ψήφο του λαού για να διαχειριστούν τις τύχες του.


Η κατάσταση αυτή θα ήταν δυνατόν να ανατραπεί αν τα μέλη είχαν δύναμη, γνώμη και στόχο και ανάγκαζαν την ηγεσία για διαφορετική πορεία. Όμως ποτέ τα αριστερά κόμματα, στην Ελλάδα τουλάχιστον, δεν ήταν κόμματα μελών. Πάντοτε ήταν κόμματα αντικρουόμενων ηγετικών ομάδων και αβυσσαλέων μηχανισμών, καθότι, ήταν όλα απόγονοι του ενιαίου ΚΚΕ. Με περισσότερη ή λιγότερη ή και καθόλου δημοκρατία τα αριστερά κόμματα άρθρωναν το λόγο της ηγετικής τους ομάδας, στη διαμόρφωση του οποίου, η γνώμη των μελών και της κοινωνίας ποτέ δε μέτρησε. Στο ΣΥΝ, αρθρώνονται οι πολλοί λόγοι, των πολλών ομάδων, αλλά η σύνθεση είναι απούσα, η δημοκρατία δε λειτουργεί γιατί απουσιάζουν οι πραγματικές συλλογικές λειτουργίες. Δεν είναι επιλογή της ηγεσίας να ακούει τη βάση. Συντηρητισμός.


Αν η ηγεσία είχε την οξυδέρκεια, το θάρρος και τη φιλοδοξία να κοιτάξει πιο ψηλά είχε τρόπους να τολμήσει κάτι διαφορετικό. Μπορούσε να αφήσει τις θεωρητικές διαφορές απέξω, να συμφωνήσει σε ένα mini πρόγραμμα και μια τακτική συμμαχιών με στόχο την πολιτική εξουσία. Έχοντας απέναντί της ως πολιτικούς αντιπάλους, αστικά κόμματα σε βαθιά κρίση, μπορούσε με μια πολιτική συγκεκριμένων ριζοσπαστικών και ρεαλιστικών θέσεων να επηρεάσει τις εξελίξεις. Όμως το πολιτικό προσωπικό στο ΣΥΝ δεν έχει το απαιτούμενο θάρρος, το απαιτούμενο πολιτικό έρμα, τη μεγαλοσύνη του ηγέτη που οραματίζεται. Γι’ αυτό προτιμά να τσακώνεται για τα ασήμαντα και να αποφεύγει τα σημαντικά. Χώνει το κεφάλι στην άμμο σαν στρουθοκάμηλος, φοβούμενο την σύγκρουση με τη ζωή.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο χώρος αυτός δεν έχει ένα δεύτερο Παπαγιαννάκη, ούτε κ’ άν σε απόσταση.
Δεν είναι τυχαίο που ο Αλαβάνος, που φάνηκε να φέρνει κάτι διαφορετικό στο αριστερό ηγετικό προφίλ, κατάληξε να γίνει ο ήρωας της ΚΟΕ και της ΔΕΑ.
Δεν είναι τυχαίο που πολιτικά στελέχη με σοβαρό πολιτικό λόγο ένθεν και ένθεν, δεν αποτολμούν κανένα μετασχηματισμό, ούτε βέβαια την έξοδο και τη δημιουργία του νέου.

Ειδικά ας αναλογιστούμε την καλύτερη περίοδο του ΣΥΝ που όχι τυχαία συνέπεσε με την προεδρία Αλαβάνου. Ο Αλέκος Αλαβάνος έγινε, την εποχή εκείνη, η κύρια αιτία να πλησιάσουν το ΣΥΝ άνθρωποι έξω από τον παραδοσιακό χώρο της Αριστεράς. Γέννησε ελπίδες. Και πάνω στην ανθοφορία, ο Αλαβάνος τα μάζεψε και έφυγε. Κάτι σαν φόβος για το μεγάλο άλμα μου φάνηκε. Ίσως.

Λείπει η αριστερή φιλοδοξία. Λείπει η διάθεση για την κοινωνική αλλαγή. Αντί αυτών κυριαρχεί η κρατικοδίαιτη ραστώνη και ο γνωστός αριστερός συντηρητισμός. Να τα βρίσκουμε και να σπρώχνουμε το χρόνο.

Κακά τα ψέματα, μακριά από την εξουσία, ο αριστερός λόγος αυτοϊκανοποιείται μεν, αλλά δεν πραγματώνεται. Η απαξίωση του κυβερνητισμού εμφανίζεται ως αριστερή και ελευθεριακή στάση, αλλά είναι στάση φοβική απέναντι στα καθήκοντα της αριστεράς, που δεν είναι μόνο για να μαρτυρήσει, αλλά και για να κυβερνήσει. Η ιστορία θα είναι στο πλευρό της μόνο αν θέλει να την ιππεύσει.
Και όταν λέμε εξουσία δεν εννοούμε απλά την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Μιλάμε για την πολιτική ηγεμονία. Το κόμμα ως συλλογικός διανοούμενος οραματίζεται ένα νέο δρόμο προς ένα νέου τύπου κράτος πρόνειας, με πραγματική κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατία, με σεβασμό στην ελευθερία και την επιχειρηματικότητα. Το κόμμα βρίσκεται μέσα στην κοινωνία, αντλεί δύναμη και ιδέες από αυτήν, αναλύει τα γεγονότα, προτείνει λύσεις, πασχίζει για την στήριξη των αδυνάμων, επηρεάζει και επηρεάζεται από την κοινή γνώμη.
Σταθερή η προσήλωσή του στον μεταρρυθμισμό, στον Αριστερό Ευρωπαϊσμό και στη δημοκρατία.

Αντίθετα με αυτά, το κόμμα διατυπώνει πρόχειρα τις καταγγελίες του, για να κλειστεί στο καβούκι του να φάει τις σάρκες του. Σε κάθε απόφαση, υπάρχει ένα ακυρωτικό «…αλλά» των μειοψηφούντων, σε κάθε μειοψηφικό «…..αλλά» υπάρχει το αντίκαρφο της ηγεσίας. Αυτισμός.

Τα χρώματα του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ έχουν πλέον ξεθωριάσει. Συνέδρια και συγκεντρώσεις, δήθεν κινήματα και δήθεν ανατροπές είναι πολλά μικρά τίποτα. Το αυτιστικό του παιχνίδι μπορεί να συνεχιστεί, αλλά αυτό δεν έχει καμιά σημασία για τον κόσμο της εργασίας και του πνεύματος, για τον κόσμο της σκεπτόμενης και μαχόμενης αριστεράς.


buzz it!

Παρασκευή 30 Απριλίου 2010

Το πάρτι τελείωσε, η Αριστερά (συνεχίζει να) χορεύει

"Μπορεί ο πολίτης να ζορίζεται, ίσως και να σιχτιρίζει ή να γαμοσταυρίζει, αλλά δεν είναι αφελής. Γνωρίζει πολύ καλά, κατά βάθος, ότι η λύση στο πρόβλημά του δεν είναι ούτε η Παπαρήγα, ούτε ο Τσίπρας"


του Ανδρέα Παππά*

Δεν είναι «κακόν πράγμα» τα πάρτι. Αρκεί να μη γίνονται με δανεικά, και μάλιστα επί χρόνια. Ούτε να χορεύει κανείς είναι κακό. Ίσα, ίσα. Ούτε και η Αριστερά είναι καταρχήν και εξ ορισμού «κακόν πράγμα». Μάλιστα, αν τα κόμματά της ήταν πράγματι αριστερά, και όχι μίζεροι μηχανισμοί που απλώς αναπαράγουν τον εαυτό τους και τη γραφειοκρατία τους, θα μπορούσαν ίσως να αποτελούν δύναμη προόδου και χειραφέτησης της κοινωνίας. Αναγκαία διευκρίνιση: τον όρο Αριστερά τον χρησιμοποιώ με τη δημοσιογραφική κυρίως εκδοχή του, για να αναφερθώ δηλαδή στην παραδοσιακή λεγόμενη Αριστερά, ή αλλιώς στα δύο κομμουνιστικά κόμματα της χώρας, το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Κατά τα άλλα, βέβαια, η Αριστερά είναι (ευτυχώς) κάτι πολύ πιο ευρύ, ζωντανό και ενδιαφέρον από το άθροισμα των δυνάμεων της Παπαρήγα και του Τσίπρα

Σήμερα, λοιπόν, που το πάρτι έχει τελειώσει οριστικά και που η κοινωνία, παραζαλισμένη, προσπαθεί να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και να ανασυνταχθεί, στις παρυφές των εξελίξεων και του πολιτικού συστήματος κάποιοι εξακολουθούν να χορεύουν. Μάλιστα, ούτε καν να συντονιστούν μεταξύ τους δεν μπορούν ή δεν θέλουν. Το ότι δεν υπάρχουν πια καρέκλες, ποτήρια, ποτά, ορχήστρα, ηχοσύστημα, τίποτα, η Αριστερά δεν δείχνει να το έχει αντιληφθεί, ή μάλλον δεν δείχνει να νοιάζεται και πολύ γι’ αυτό. Άλλωστε, ως γνωστόν, για το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ, όσο χειρότερη είναι η κατάσταση τόσο καλύτερα για το επαναστατικό(;) κίνημα(;), αφού έτσι έρχεται πιο κοντά η μεγάλη εκείνη μέρα όταν ο ήλιος του σοσιαλισμού θα ανατείλει, καταυγάζοντας και φωτίζοντας το δρόμο προς τη γενικευμένη ευδαιμονία και ευημερία, αυτό το δρόμο που οι άφρονες πολίτες της Σοβιετίας και της ανατολικής Ευρώπης έκαναν, προφανώς, το ασυγχώρητο σφάλμα να τον εγκαταλείψουν.

Μην έχοντας ασκήσει ποτέ έστω και στο ελάχιστο εξουσία στη χώρα μας, η κομμουνιστική Αριστερά ούτε ξέρει, ούτε μπορεί, ούτε και θέλει τελικά να κυβερνήσει. Στην καλύτερη περίπτωση σιωπά αμήχανα και στη χειρότερη δημαγωγεί και λαϊκίζει ασύστολα, λέγοντας πράγματα που δεν έχουν καμιά επαφή με την πραγματικότητα.
Από την άλλη, βέβαια, ευτυχώς που η κομμουνιστική Αριστερά δεν… οδηγεί. Σκέφτεστε τις τύχες της χώρας στα χέρια του Τσίπρα, ο οποίος κατά δήλωσή του εμπνέεται από τη σκέψη του Μάο, ή της Παπαρήγα, η οποία θέλει να αναβιώσει τη λατρεία του Στάλιν και οργανώνει εκδρομές στον Γράμμο για να θυμούνται οι νέοι (με νοσταλγία;) τον Εμφύλιο που ρήμαξε τη χώρα; Σκεφτείτε την οικονομία στα χέρια του Λαφαζάνη, «σκιώδους υπουργού» οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος προεκλογικά ζητούσε «εθνικοποίηση όλων των τραπεζών» και μετεκλογικά δήλωνε «η δημοσιονομική τρομοκρατία (sic) δεν θα περάσει» (η Παπαρήγα, πάλι, προτιμούσε τη διατύπωση «δεν υπάρχει οικονομική κρίση»).
Εν ολίγοις, σε ένα απίθανο κρεσέντο ανευθυνότητας, τα δύο κομμουνιστικά κόμματα μάς διαβεβαιώνουν ότι τα περί χρέους, ελλειμμάτων και δημοσιονομικού αδιεξόδου είναι προπέτασμα καπνού με σκοπό να χτυπηθεί το «λαϊκό κίνημα», Και όλα αυτά βέβαια, χωρίς οι ασυναρτησίες και η δημαγωγία της κομμουνιστικής Αριστεράς να απαλλάσσουν από τις ευθύνες τους τις κυβερνήσεις που προηγήθηκαν, και ειδικότερα εκείνη του Καραμανλή, κύρια υπεύθυνη για το ότι φτάσαμε στο χείλος του γκρεμού.

Απέναντι, λοιπόν, σε μια κατάσταση που συμπυκνώνεται στη φράση «το πάρτι, (με δανεικά) τελείωσε», η κομμουνιστική Αριστερά απλώς άδει, και μάλιστα κακόφωνα και φάλτσα, αδυνατώντας για μία ακόμα φορά να ξεφύγει από τη συνθηματολογία και την αναποτελεσματικότητα, να υπερβεί το επίπεδο του καταγγέλειν και του διαμαρτύρεσθαι, να προτείνει επιτέλους κάτι γόνιμο και δημιουργικό, αλλά και ρεαλιστικό, εφαρμόσιμο.

Τελευταίο, αλλά όχι μικρότερης σημασίας. Σε μια περίοδο τόσο βαθιάς κρίσης του «συστήματος» (ό,τι και αν σημαίνει αυτό), με τόσα και τόσο δυσάρεστα μέτρα να παίρνονται το ένα μετά το άλλο, δεν θα έπρεπε, λογικά, η κομμουνιστική Αριστερά να αυξάνει την εκλογική της απήχηση; Αμ, δε. Όλες οι δημοσκοπήσεις τη δείχνουν καθηλωμένη στο μίζερο 7+4=11%. Μπορεί ο πολίτης να ζορίζεται, ίσως και να σιχτιρίζει ή να γαμοσταυρίζει, αλλά δεν είναι αφελής. Γνωρίζει πολύ καλά, κατά βάθος, ότι η λύση στο πρόβλημά του δεν είναι ούτε η Παπαρήγα, ούτε ο Τσίπρας.

* Athens Voice , 29/4/10 , τ. 299

buzz it!

Σάββατο 17 Απριλίου 2010

Μιχάλης Τρεμόπουλος: Σκέψεις για τις σχέσεις αριστεράς και οικολογίας

από την εκδήλωση διαλόγου της Ανανεωτικής Πτέρυγας του ΣΥΝ με τους Οικολόγους Πράσινους


Σας ευχαριστώ για την πρόσκληση να συμμετέχω στην εκδήλωση αυτή, με ένα θέμα για το οποίο θα μπορούσε να γραφεί οκτάτομη εγκυκλοπαίδεια. Εύχομαι να καταφέρουμε να προχωρήσουμε και να μην καταλήξουμε στο ακρωτήριο των Ναυαγών της Καλής Ελπίδος.

Θέλω εξαρχής να υπερασπιστώ το στοιχείο της συμπάθειας στην ουτοπική διάσταση της πολιτικής, με την έννοια του ου-τόπος. Κι αυτό ακριβώς γιατί η σημερινή συγκυρία απαιτεί να πούμε δυο λόγια για την αντιεξουσιαστική και επαναστατική βία από ανθρώπους που οραματίζονται μια άλλη κοινωνία αλλά καταλήγουν να την υποσκάπτουν λόγω των μέσων που χρησιμοποιούν. Αν και είναι αυτονόητο ότι ο ριζοσπαστικός ειρηνισμός μας και η αξία της μη-βίας μας φέρνει ενάντια σε οποιαδήποτε μορφή βίας, έστω και επαναστατικής, πρέπει να απορρίψουμε και πάλι την τρομοκρατία των δήθεν επαναστατικών «πρωτοποριών», που δεν αποτελεί παρά μια άλλη μορφή αυταρχισμού και που, ως αποτέλεσμα, δεν έχει παρά την αύξηση του κοινωνικού συντηρητισμού και την προσφορά άλλοθι για την υιοθέτηση πολιτικών καταστολής και περιστολής των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Οι άνθρωποι, η νέα γενιά, έχουν ανάγκη να οραματίζονται και μάλιστα στη σύγχρονη εποχή του κυνισμού. Νιώθουμε συμπάθεια για αρκετές ελευθεριακές και αντιαυταρχικές απόψεις, πάντα σε ένα μη-βίαιο και δημιουργικό πλαίσιο. Ιδιαίτερα στα πλαίσια της εκπαίδευσης, της ομοσπονδιακής αντι-ιεραρχικής οργάνωσης, της δικτύωσης τοπικών παραγωγών (π.χ. βιολογικών προϊόντων, οι οποίοι κινδυνεύουν να γίνουν βορά των διατροφικών πολυεθνικών), νομίζουμε ότι παρέχουν ενδιαφέρουσες προοπτικές, ακόμη και αν δεν υπάρχει ακόμη η ωριμότητα για την πλήρη υιοθέτησή τους. Το ίδιο ισχύει και για πρωτοβουλίες όπως οι ανταλλαγές αγαθών χωρίς τη μεσολάβηση χρήματος. Η απάντηση στη δράση του "Επαναστατικού Αγώνα" -όσο κι αν σε κάποιους φαίνεται ξενέρωτο- είναι προσπάθειες σαν την εναλλακτική κοινότητα «Πελίτι», που το Σαββατοκύριακο είχε πανελλαδική συνάντηση, αποτελώντας ένα ενδιαφέρον παράδειγμα ανταλλαγής σπόρων παραδοσιακών ποικιλιών.

Είναι χρήσιμο να προσπαθούμε να συνδυάσουμε γόνιμα το ρεαλισμό με το ουτοπικό στοιχείο της πολιτικής οικολογίας και δεν περιμένουμε την… επανάσταση ή… το λιώσιμο των πάγων για να αρχίσουμε να αλλάζουμε τις συνειδήσεις και τις πρακτικές τις δικές μας και των διπλανών μας.

Από τη δεκαετία του ’70, που άρχισαν να κάνουν εμφανή την παρουσία τους τα οικολογικά κινήματα, συνεχώς καταγγέλλουν τα συμφέροντα, την υποβάθμιση της ζωής και της φύσης, την περιστολή των ανθρώπινων δικαιωμάτων, το μιλιταρισμό, τον καταναλωτισμό, την κερδοσκοπία, την πείνα κ.α. Σίγουρα, αρκετοί μας αντιμετωπίζουν σαν τους προφήτες των νέων καιρών: η κλιματική αλλαγή, η ρύπανση, η αποδάσωση, η ερημοποίηση, τα μεταλλαγμένα, τα πυρηνικά, η εξάντληση των πρώτων υλών, οι πόλεμοι για το πετρέλαιο, η υποβάθμιση των πόλεων, η καταστροφή των ελεύθερων χώρων, η εξουθένωση των λιμνών και των ποταμών, τα αστικά και βιομηχανικά απόβλητα, η κυριαρχία του αυτοκινήτου, η επέκταση των οικισμών, η χημικοσυντηρούμενη και υδροβόρα γεωργία, η πολιτική διαφθορά, η συντριβή του ψυχισμού και της αλληλεγγύης των ανθρώπων, έχουν πιστωθεί στους οικολόγους ως θεματολογία αλλά και ως αξιακό σύστημα.

Τα προηγούμενα χρόνια στην Ελλάδα δόθηκε αρκετή έμφαση στις διαφορές του οικολογικού κινήματος από την αριστερά. Έχουμε μιλήσει για τον παραγωγισμό και την άκριτη υποστήριξη της έννοιας της ανάπτυξης, το βιομηχανισμό και τον εργατισμό, την προσέγγιση της «μεγάλης νύχτας της επανάστασης» και του ζητήματος της επαναστατικής ή εξεγερτικής βίας, του συγκεντρωτισμού και του κρατισμού. Υπήρχε ανάγκη να κατοχυρώσει ο οικολογικός χώρος τους όρους της δικής του πολιτικής αυτονομίας και να υπάρξει ως νεοεμφανιζόμενη πολιτική δύναμη στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας. Υπήρχε ανάγκη να αποδείξει ότι ήταν μέρος μιας ευρύτερης ευρωπαϊκής και παγκόσμιας πολιτικής κίνησης, διαφορετικής από την αριστερά.

Σήμερα που αρχίζουν όλα τα παραπάνω να ξεκαθαρίζουν και να παγιώνονται, αντιμετωπίζουμε κινδύνους από την αντίθετη μεριά. Να παραγνωρίσουμε τις υπαρκτές συγγένειες με το χώρο της αριστεράς, να απεμπολήσουμε οποιεσδήποτε πρωτοβουλίες συνεργασίας και να τσαλαβουτήσουμε στα θολά νερά ενός «κεντρώου» ή «μεσαίου» χώρου που θα είναι της μόδας αλλά θα έχει χάσει τη δυναμικότητα και το ιδιαίτερο στίγμα του. Που θα έχει χάσει σε τελική ανάλυση την ικανότητα της πολιτικής παρέμβασης από ξεκάθαρες και δυνατές βάσεις. Που στο όνομα του ρεαλισμού και της πολιτικής αποδοχής θα έχει χάσει τη ριζοσπαστικότητά του, τη φρεσκάδα του και τη δυναμική της κοινωνικής αλλαγής.

Για να επανεξετάσουμε, ωστόσο, τις συγγένειες του οικολογικού χώρου με την αριστερά θα πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα «με ποια αριστερά»; Εμείς διακρίνουμε και κρατάμε αποστάσεις από τη δογματική, σταλινική αριστερά αλλά νιώθουμε ότι μας συνδέουν αρκετά με την κριτική αριστερά των δικαιωμάτων, της ανοχής στη διαφορετικότητα και των αντιαυταρχικών λύσεων. Από την αρχή ήταν ξεκάθαρο ότι είμαστε υπέρ των συλλογικών λύσεων και όχι υπέρ μιας ατομικής (και ατομικιστικής) νεοφιλελεύθερης προσέγγισης. Επίσης, από την αρχή πιστεύαμε ότι βασικό κριτήριο πάντων (και της προστασίας του περιβάλλοντος) δεν είναι η χρηματική (ανταλλακτική) αξία, αλλά η αξία που προσδίδουμε εμείς, οι ανθρώπινες κοινωνίες, σε πράγματα και (κοινωνικές και περιβαλλοντικές) διαδικασίες. Γι αυτό και συμφωνούσαμε με το σύνθημα «οι άνθρωποι (και το περιβάλλον) πάνω από τα κέρδη» και συμμετείχαμε στις πρωτοβουλίες και διαδηλώσεις ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση των πολυεθνικών και της ασύδοτης καπιταλιστικής καταλήστευσης του πλανήτη.

Στη Θεσσαλονίκη, τουλάχιστον, η συνάντησή μας με οργανώσεις της αριστεράς καταγράφει μια ιστορία ήδη από τη δεκαετία του ’70 και ιδιαίτερα στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν είχαμε συναντηθεί σε κοινούς αγώνες ενάντια στο ρατσισμό, την ξενοφοβία και τον εθνικισμό και υπέρ των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της προστασίας του περιβάλλοντος. Συνεργαστήκαμε μαζί τους σε δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές (1994, 1998, 2002), μέχρι τη στιγμή που επέλεξαν να ενταχθούν ορισμένοι στο Συνασπισμό και άλλοι αργότερα στο ΣΥΡΙΖΑ. Σημείο καμπής ήταν και η στροφή του ΣΥΡΙΖΑ μακριά από τη στρατηγική προσέγγισης που είχε ήδη εγκαινιάσει ο ΣΥΝ με το χώρο της οικολογίας.

Είναι ενδεικτικό ότι το Μάρτιο του 2000, η πρόταση της Οικολογικής Κίνησης Θεσσαλονίκης για τη δημιουργία του Οικολογικού Φόρουμ, που κατέληξε στους Οικολόγους Πράσινους, περιλάμβανε και το ότι «η δικιά μας οικολογία» ήταν και αριστερή. Γράφαμε τότε ότι «η δικιά μας οικολογία εντάσσεται στο γενικότερο ιστορικό κίνημα της ανθρώπινης χειραφέτησης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της συλλογικής διαχείρισης των αναγκών μας αλλά όχι στην τραγική εμπειρία της εξουσίας των γραφειοκρατών και των γκουλάγκ. Πιστεύει στη σύγκλιση των αντιστάσεων στη νεοφιλελεύθερη λογική της αγοραίας οικονομίας και της κοινωνίας του ατομικού κέρδους».

Σημαντικό ρόλο σε αυτή την αναφορά στις συγγένειές μας με το χώρο της αριστεράς έπαιξε η ειρηνιστική, αντιρατσιστική και αντιεθνικιστική δράση του χώρου μας, όπως και οι επιδράσεις μας από την Κοινωνική Οικολογία του Μάρεη Μπούκτσιν και των συνεργατών του. Ένας από αυτούς, ο P. Staudenmaier, αναφέρει: «Ο "περιβαλλοντισμός" από μόνος του δεν υπαγορεύει μια πολιτική. Πρέπει να ερμηνευτεί, να διαμεσολαβηθεί από μια κοινωνική θεωρία προκειμένου να προσλάβει πολιτικό νόημα. Η παραγνώριση της αλληλοσυσχέτισης ανάμεσα στο κοινωνικό και το πολιτικό αποτελεί σήμα κατατεθέν της αντιδραστικής οικολογίας». Αυτό το ρεύμα προβληματισμού μας έχει οδηγήσει και σε διανοούμενους που μπορούν ίσως να χαρακτηριστούν ως οι πρωτεργάτες μιας πρώιμης σύγκλισης αριστεράς και οικολογίας. Αναφέρομαι βέβαια στους πρωτοπόρους διανοητές της Σχολής της Φραγκφούρτης, όπως τον Αντόρνο και τον Χορκχάϊμερ, που δεν δίστασαν να χαράξουν μονοπάτια ίσως και αιρετικά για τον ορθόδοξο μαρξισμό στην κριτική του βιομηχανικού πολιτισμού που ανέπτυξαν. Αναφέρομαι, ωστόσο, και στους επιγόνους τους, όπως τον Μαρκούζε και τον Έριχ Φρομ, που τόσο πολύ επηρέασαν τα νέα κινήματα της δεκαετίας του ’60, τα οποία θεωρούνται και ο προθάλαμος της δημιουργίας του οικολογικού κινήματος. Αν είναι να συνομιλήσουμε με όρους μαρξισμού, αυτό θα είναι μόνο σε ένα τέτοιο «κριτικό» πλαίσιο και όχι βέβαια με όρους «ορθοδοξίας».

Συνεχίζοντας την αναφορά στις συγγένειες με την κριτική αριστερά, δεν μπορώ παρά να αναφερθώ και στην κριτική μας στον οικονομικό φιλελευθερισμό. Σ’ ένα κείμενο που κυκλοφόρησε προεκλογικά το 2007, γράφαμε: «Θεωρούμε ότι ο οικονομικός φιλελευθερισμός σε τελική ανάλυση ενέχει αντιφάσεις που τον φέρνουν σε αντίθεση με άλλες πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες και γενικότερα με τον κοινωνικό φιλελευθερισμό».

Οι οικονομικές ελίτ έχουν πλέον ισχυροποιηθεί τόσο που δεν ανέχονται «κοινωνικούς» περιορισμούς. Πιστεύουμε ότι το μέλλον της προοδευτικής πολιτικής έγκειται πλέον στην αποδυνάμωση (και με νομοθετικά μέσα) των μεγάλων και πολυεθνικών επιχειρήσεων (που λειτουργούν και σαν μικρές δικτατορίες) και στην ενδυνάμωση, αυτοοργάνωση και δικτύωση των μικρών παραγωγών, σε μια οικονομία αποκεντρωμένη και τοπικής κλίμακας, που να σέβεται τα τοπικά φυσικά χαρακτηριστικά (γονιμότητα εδάφους, διαθεσιμότητα νερού και φυσικών πόρων, μη-οικονομικές περιβαλλοντικές παροχές) και να ελέγχεται από τις δημοκρατικές διαδικασίες των ώριμων και υπεύθυνων τοπικών κοινωνιών, στο πλαίσιο ενός ευρύτατου πολιτικού δικτύου που να αντιμάχεται την πολιτική κυριαρχία των οικονομικών ελίτ.

Υποστηρίζουμε τα δίκαια των εργαζομένων, των άνεργων, των χαμηλοσυνταξιούχων και των γυναικών, ιδιαίτερα σήμερα που σε συνθήκες κρίσης η φτώχεια και η ακρίβεια καλπάζουν και θέτουν σοβαρά ζητήματα επιβίωσης σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Ωστόσο, θέλουμε οι θέσεις μας να χαρακτηρίζονται από μετριοπάθεια. Για να δώσουμε άμεσες και πρακτικές λύσεις, δεν διστάζουμε να συζητάμε ακόμη και κυβερνητικές συνεργασίες στη βάση προγραμματικής συμφωνίας, που θα προκύπτει μέσα από ευρεία και δημοκρατική διαβούλευση. Είναι επείγον να ληφθούν μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος που να υποστηρίζονται από ευρείες πλειοψηφίες, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, όπως επίσης και μέτρα για την εμβάθυνση της δημοκρατίας και την αντιμετώπιση της διαφθοράς, ώστε να μπορέσουν να υιοθετηθούν απαραίτητες για την κοινωνία αλλαγές. Θέλουμε να προσπαθήσουμε να ισορροπήσουμε σε δυο βάρκες, την κεντρική πολιτική και την κινηματική.

Υπάρχουν θέματα που είναι ώριμα στην ελληνική κοινωνία και θα μπορούσαν τα κόμματα να ανοίξουν μια προγραμματική συζήτηση, ώστε και οι πολίτες να έχουν τη δυνατότητα να υποστηρίξουν, με βάση τις προτάσεις, τις συγκλίσεις ή τις αποκλίσεις. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, ένα πρόγραμμα που θα συμβάλει στην στροφή της πολιτικής στην Ελλάδα σε μια κατεύθυνση που τα κύρια στοιχεία της είναι η οικολογική βιωσιμότητα, η κοινωνική αλληλεγγύη, μια πράσινη οικονομία και η συμμετοχική δημοκρατία, ισχυρή πολιτική δέσμευση για περιβαλλοντική πολιτική, πολιτική για την κλιματική αλλαγή κ.α.

Μια αυστηρή περιβαλλοντική πολιτική, η αντιμετώπιση της διαφθοράς, της κομματοκρατίας και της αναξιοκρατίας, η απόρριψη του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, η αποδυνάμωση των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων, η αναβάθμιση της ποιότητας ζωής και της κοινωνικής πολιτικής, η συμμετοχική δημοκρατία, η μείωση των εξοπλισμών κτλ, έχουν σαφέστατη κοινωνική πλειοψηφία. Άλλες προτάσεις μας, όπως π.χ. η υιοθέτηση ενός νέου Πράσινου Κοινωνικού Συμβολαίου, η δημιουργία νέων πράσινων θέσεων εργασίας, ο περιορισμός της φορολογίας στην εργασία και η επιβάρυνση των δραστηριοτήτων με περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις, εκτιμούμε πως είναι θέμα χρόνου να γίνουν γνωστές και να υιοθετηθούν από ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, αλλά και να αναζητήσουν μαζί μας ένα συνολικό εναλλακτικό μοντέλο ανάπτυξης, οικολογικό και κοινωνικά αλληλέγγυο.

Δε χαϊδεύουμε αυτιά. Ούτε υιοθετούμε κάθε αίτημα για να γίνουμε αρεστοί. Έχουμε παγκόσμια συνείδηση. Μας ανησυχεί π.χ. ότι την ίδια στιγμή που στον αναπτυγμένο κόσμο τα ινστιτούτα αδυνατίσματος θριαμβεύουν, τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού επιβιώνουν με ελάχιστα ευρώ την μέρα. Και ότι ο κόσμος οδηγείται σε ανασφάλεια, συγκρούσεις, τρόμο, ξενοφοβία και αποξένωση.

Προχωρούμε στην αμφισβήτηση των ίδιων των κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών, πολιτισμικών αιτίων, που δημιουργούν και αναπαράγουν την απειλή καθολικής κατάρρευσης. Κι οφείλουμε να προτάξουμε ένα νέο όραμα. Θέλουμε να φτιάξουμε τους καιρούς μας. Να ζήσουμε καλύτερα αλλά σήμερα.

Οι Οικολόγοι Πράσινοι είναι μια σαφής ευρωπαϊκή δύναμη. Εκτιμούμε ότι στην ενοποιημένη Ευρώπη, σε αυτό που η ανανεωτική αριστερά έλεγε από παλιά "κοινό σπίτι των λαών, από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια", προσφέρεται ένα ευρύ πεδίο παρεμβάσεων και συμμετοχής στις εξελίξεις, συχνά απέναντι στις κυβερνήσεις και διαμορφώνοντας θεματικές πλειοψηφίες για μια σειρά «πράσινα» αιτήματα.

Πως βλέπουν, όμως, ο ΣΥΝ και ο ΣΥΡΙΖΑ την ευρωπαϊκή προοπτική; Αυτό αναρωτιόμουν στην «Αυγή» στις 7.2.2008. Ποιος θα δώσει ώθηση στη διαδικασία συγκρότησης μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης, που θα στηρίζεται σε αξίες και σχέσεις δημοκρατικές, οικολογικές, ανθρωπιστικές; Ποιος θα παλέψει για αναβάθμιση του Ευρωκοινοβουλίου, για λογοδοσία της Κομισιόν και του προέδρου της, για τις διαδικασίες που μπορούν να δημιουργήσουν την κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα, κουλτούρα και συνείδηση; Με ποιες συμμαχίες θα φτιάξουμε τους καιρούς μας, επιβάλλοντας κρίσιμες αλλαγές και δομικές μεταρρυθμίσεις; Πως θα σταματήσουμε την αλλαγή του κλίματος; Πως θα βάλουμε στη θέση των εθνικισμών και των πολέμων το όραμα μιας ανοικτής, πολυπολιτισμικής κοινωνίας;

Η σκληρή κριτική μας στον κόσμο που ζούμε είναι γιατί είμαστε ερωτευμένοι με τη ζωή και θέλουμε να ζήσουμε σ’ έναν κόσμο πιο όμορφο και δεν περιμένουμε να καταρρεύσει το σύστημα για να εφαρμόσουμε τις προτάσεις μας. Φτιάχνουμε τους καιρούς που ζούμε και παλεύουμε ‘να σώσουμε οτιδήποτε κι αν σώζεται’.

Πράσινα κόμματα έχουν πλέον παρουσία και επιτυχίες σε όλες τις ηπείρους και συνεχίζουν να επεκτείνονται σε «άγονες» μέχρι τώρα χώρες. Εντυπωσιακές επιτυχίες έχουν οι Πράσινοι και ως δημοτική διαχείριση σε πόλεις μεσαίου κυρίως μεγέθους. Υπάρχουν σήμερα πόλεις χωρίς αυτοκίνητα, πόλεις χωρίς σκουπίδια.

Το οικολογικό κίνημα έχει αποδείξει ότι μπορεί να επιβάλλει κρίσιμες αλλαγές και δομικές μεταρρυθμίσεις: σαφές χρονοδιάγραμμα κατάργησης των πυρηνικών εργοστασίων, στήριξη συνεταιρισμών παραγωγών-καταναλωτών, διασύνδεση της αγροτικής πολιτικής με τη διατροφική ασφάλεια και την προστασία των καταναλωτών, ισότιμη ένταξη των μεταναστών στην κοινωνία, δημόσια χρηματοδότηση για ανακαινίσεις κατειλημμένων κτιρίων κ.α.

Σήμερα οι λύσεις δεν μπορεί να είναι απλά αριστερές ή οικολογικές. Πρέπει να συνδυάζουν την αγωνία «να σώσουμε λίγο απ΄ το αύριο που μας κλέβουν», με την αμφισβήτηση των ίδιων των κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών, πολιτισμικών αιτίων, που δημιουργούν και αναπαράγουν την απειλή καθολικής κατάρρευσης. Πρέπει να αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα του επαναπροσδιορισμού των αναγκών μας και του τρόπου ζωής μας, παράλληλα με την προώθηση ριζικών, δομικών αλλαγών στους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς. Πρέπει να αμφισβητούν έμπρακτα την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο σε άνθρωπο, του άνδρα πάνω στη γυναίκα, των αναπτυγμένων χωρών πάνω στις υπανάπτυκτες, της πλειοψηφίας πάνω στις μειοψηφίες, των κρατών πάνω στις μειονότητες, της «κανονικότητας» πάνω στις ιδιαιτερότητες, του φυσιολογικού πάνω στο «αποκλίνον».

Σε όλη την Ευρώπη, οι Πράσινοι αποτελούν έναν 4ο διακριτό πολιτικό πόλο, πέρα από τη Δεξιά, τη Σοσιαλδημοκρατία και την Αριστερά. Αναγνωρίζουμε την πολιτική μας καταγωγή από τον χώρο της πολιτικής αμφισβήτησης που προέκυψε από τα κινήματα της νεολαίας κατά τη δεκαετία του 1960 και από την κριτική (και αυτοκριτική) αριστερά και μας ενώνει με αυτήν η επιθυμία για κοινωνική δικαιοσύνη και κοινωνική αλλαγή. Ταυτόχρονα, σε ζητήματα δικαιωμάτων και ελευθεριών βλέπουμε φιλελεύθερους κοινωνικούς χώρους να βρίσκονται πιο μπροστά από την Αριστερά, αμφισβητώντας ότι η γραμμική διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς μπορεί να ερμηνεύει πλέον ικανοποιητικά τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και τα ζητήματα του 21ου αιώνα.

Είναι, λοιπόν, αυτονόητο να συζητάμε και για συνεργασίες και ιδιαίτερα στο επίπεδο της αυτοδιοίκησης, τον κατεξοχήν ευνοϊκό χώρο για την ανάπτυξη και εφαρμογή των οικολογικών ιδεών. Και δεν είναι δυνατόν να μη συζητήσουμε για συνεργασίες με το χώρο της κριτικής και δημοκρατικής αριστεράς, χωρίς να καλύπτουμε και να στρογγυλεύουμε τις διαφορές μας, αλλά και χωρίς να παραγνωρίζουμε τις πολύ ουσιαστικές συγγένειες.

Κι όπως αναφέρει πρόσφατη τοποθέτηση της Ανανεωτικής Πτέρυγας του ΣΥΝ, "τα οξύτατα προβλήματα της συγκυρίας και η αίσθηση της ευθύνης επιβάλλουν τη συνάντηση, με όρους ισοτιμίας και αυτονομίας, δύο χώρων με διαφορετικές μέχρι σήμερα στρατηγικές ιεραρχήσεις και προτεραιότητες".

Το 3,5%, που έδωσαν οι πολίτες στους Οικολόγους Πράσινους στις ευρωεκλογές, προφανώς αντανακλά την αποδέσμευση σημαντικού αριθμού πολιτών που αναζητούν εναλλακτικές λύσεις. Στην ελληνική κοινωνία έχουν γίνει βαθιές αλλαγές σε επίπεδο αξιών και ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας –κυρίως νέοι- στρέφεται συνειδητά προς πιο οικολογικές, δημοκρατικές και κοινωνικά υπεύθυνες επιλογές, τόσο στην πολιτική όσο και στην καθημερινή ζωή τους. Η στροφή αυτή έχει ήδη καταγραφεί και στις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές του 2006, με την ενίσχυση ανεξάρτητων σχημάτων με σαφές οικολογικό και κοινωνικό προφίλ. Στη Θεσσαλονίκη γνωρίζετε πως με ένα σχήμα, που στήριξαν και ανανεωτικοί της αριστεράς, πιάσαμε 4,6% και εκλέξαμε δύο νομαρχιακούς συμβούλους. Οι αναλύσεις έδειξαν ότι ένα δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας (κυρίως νέοι ψηφοφόροι ή και άτομα με αντι-πολιτική στάση) στρέφεται προς τις πράσινες πολιτικές προτάσεις.

Έχουμε να αντιμετωπίσουμε, βέβαια, την οικονομική κρίση, αυτό που συζητάει όλη η Ευρώπη ως "ελληνικό πρόβλημα". Βεβαίως υπάρχουν σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα, που κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει. Η διόγκωση ενός πελατειακού, σπάταλου και αντιπαραγωγικού κράτους, που διογκώθηκε με ευθύνη των δύο κομμάτων εξουσίας και την ανοχή της αριστεράς και των συνδικάτων στη χώρα μας, δεν μπορεί να είναι η δικαιολογία για την προσπάθεια απαξίωσης της μισθωτής εργασίας και κατεδάφισης του όποιου κοινωνικού κράτους και μάλιστα από μια "σοσιαλιστική κυβέρνηση".

Η πρόσφατη παρέμβαση του Ντανιέλ Κον Μπεντίτ ήταν σημαντική βοήθεια και προς τη χώρα μας και προς τους Πράσινους. Ήταν σημαντικό το ότι έθεσε το ζήτημα των υπέρογκων εξοπλισμών της Ελλάδας, που το θέτουμε και εμείς αλλά όχι η Αριστερά. Η Ελλάδα είναι η 2η χώρα στο ΝΑΤΟ μετά τις ΗΠΑ σε αμυντικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ. Και, παρόλο που δημόσια καταδίκασα τις ακρότητες εναντίον της, η Γερμανία, στην οποία υπάρχουν πολλοί που μας κουνούν το δάχτυλο επιτιμητικά, είναι πρώτη σε εξαγωγές όπλων προς την Ελλάδα. Χρησιμοποιούν προς το συμφέρον της πολεμικής τους βιομηχανίας το γεγονός ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις επί χρόνια προσπαθούν να κάνουν «διπλωματία των εξοπλισμών», να επηρεάσουν δηλαδή ισχυρές χώρες στο να υποστηρίξουν αδιάλλακτες ελληνικές θέσεις στα διεθνή ζητήματα με τεράστιες αγορές όπλων.

Εκτιμούμε ότι το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι ότι δεν υπάρχει ουσιαστική πολιτική ένωση στην ΕΕ και εμβάθυνση σε μια πορεία ομοσπονδοποίησής της, παράλληλα με τη νομισματική ένωση, το ευρώ. Υπάρχει επίσης αδυναμία για συντονισμένες οικονομικές πολιτικές στο σύνολο της Ευρωζώνης, όπως πχ η φορολογία.

Επομένως, αυτό που χρειάζεται η Ελλάδα είναι πραγματική κοινοτική αλληλεγγύη και όχι επιβολή μέτρων στο στυλ του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, όπως οι μειώσεις των μισθών και η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας. Και απορούμε γιατί η ελληνική κυβέρνηση δεν προωθεί την πρόταση για έκδοση ευρωομολόγων, όπως δέχτηκε το ευρωκοινοβούλιο, υπερψηφίζοντας την έκθεση του Πράσινου ευρωβουλευτή Σβεν Γκίγκολντ.

Από την άλλη, θα πρέπει να γίνει σαφές ότι χωρίς το οικολογικό όραμα, η «πράσινη ανάπτυξη» του ΠΑΣΟΚ κινδυνεύει να παραμείνει η ίδια βρώμικη, σπάταλη και άδικη ανάπτυξη των προηγούμενων δεκαετιών, βασισμένη στη “δημιουργική χρήση” των ίδιων δεικτών του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, με την απλή προσθήκη ορισμένων πράσινων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, εντελώς συμβατών με το υπάρχον μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης.

Επιπλέον, χωρίς πραγματικούς αναδιανεμητικούς μηχανισμούς δεν μπορεί να υπάρξει ούτε πράσινη οικονομία. Μια οικονομία, πιο αποκεντρωμένη και εστιασμένη σε τοπικό επίπεδο, πιο εξισωτική, συλλογική και αλληλέγγυα και που να λαμβάνει υπόψη όσο περισσότερους περιβαλλοντικούς παράγοντες είναι δυνατόν, αντί για λίγους επιλεγμένους. Μια οικολογική και κοινωνική οικονομία, στο πλαίσιο της οποίας θα μπορούσαν να απο-αναπτυχθούν ορισμένοι τομείς και να αναβαθμιστούν ποιοτικά άλλοι, συνδεόμενοι με παραγκωνισμένες σήμερα αξίες μη-χρηματικού τύπου. Μια οικονομία που θα σέβεται τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα και θα μπορούσε να συνδεθεί με συμμετοχικούς δημοκρατικούς θεσμούς, δημοκρατική παιδεία και καλλιέργεια σχέσεων αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας.

Μια τέτοια προοπτική φαίνεται πλέον όχι μόνο εφικτή αλλά είναι και απολύτως αναγκαία, μπροστά στις αποτυχίες και τα αδιέξοδα τόσο του «υπαρκτού» σοσιαλισμού που ζήσαμε πριν μερικά χρόνια, όσο και του «υπαρκτού» καπιταλισμού, που βιώνουμε με σκληρό τρόπο σήμερα. Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει η πρόταση για μια «Νέα Πράσινη Συμφωνία» (Green New Deal), που καταθέτουν οι Πράσινοι. Η πρόταση αυτή, παρόλο που εγγράφεται σε μια προοπτική “πράσινου καπιταλισμού”, είναι μια ευκαιρία ώστε το ξεπέρασμα της κρίσης να συνδυαστεί με μέτρα περιβαλλοντικής προστασίας που μπορούν να αποτελέσουν βάση για μελλοντικές θετικότερες εξελίξεις.

Μιλάμε, βέβαια, για μια πράσινη οικονομία. Ακριβώς γιατί ουσιαστική διέξοδος δεν υπάρχει όταν υιοθετείται αμυντικά μέρος μόνο της πράσινης ρητορείας, σε μια προσπάθεια να περιοριστούν οι διαρροές προς τους Πράσινους, που δείχνουν να επιβεβαιώνονται σε μια σειρά από τις διαπιστώσεις τους για το μέλλον του πλανήτη και την ποιότητα ζωής των ανθρώπων. Πραγματικά βήματα θα γίνουν μόνο αν απαντήσουμε στην οικονομική κρίση με πολιτικές που απαντούν παράλληλα και στην κρίση του περιβάλλοντος, ιδιαίτερα στην απειλή για το κλίμα. Και ταυτόχρονα αν προχωρήσουμε στην αμφισβήτηση των ίδιων των κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών, πολιτισμικών αιτίων, που δημιουργούν και αναπαράγουν την απειλή καθολικής κατάρρευσης.

Θέλουμε να φτιάξουμε τους καιρούς μας. Να ζήσουμε καλύτερα αλλά σήμερα. Κι ο βασικός άξονας μιας άλλης πολιτικής είναι πράσινες επενδύσεις μεγάλης έκτασης.

Επιπλέον, για μας, το κεφάλαιο της Κοινωνικής Οικονομίας έχει ιδιαίτερη σημασία. Στην προσέγγιση των Πράσινων για την οικονομία υπάρχει σύνθετη δομή, όπου και οι τρεις τρόποι παραγωγής αγαθών μπορούν να συνεχίσουν στο άμεσο μέλλον να συνυπάρχουν: δημόσιες υπηρεσίες και εταιρείες ελεγχόμενες από το δημόσιο, με ιδιωτικές επιχειρήσεις και μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς της κοινωνικής οικονομίας. Στο τρίπτυχο αυτό, η κοινωνική οικονομία κατέχει για την πράσινη αντίληψη, μια κεντρική θέση. Δε θα μπορούσε να γίνεται αλλιώς, καθώς τόσο το κράτος όσο και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις έχουν ιστορικά συνδεθεί με τη συγκεντρωτική οικονομία της άγριας ανάπτυξης, που βρίσκεται στη ρίζα της οικολογικής κρίσης. Για να σταθούμε σε ένα μόνο σημείο, ως παράδειγμα, θα ήθελα να αναφερθώ στην προσχεδιασμένη φθορά των περισσότερων καταναλωτικών προϊόντων, που αναγκάζει τον καταναλωτή να αγοράζει κάθε λίγα χρόνια τα ίδια αγαθά που κάποτε διαρκούσαν για μια ζωή. Αντίθετα, η κοινωνική οικονομία έχει αποδειχθεί πολύτιμο εργαλείο για την προώθηση αρκετών σημείων της πράσινης ατζέντας. Και επιπλέον, αποτελεί και ένα δίχτυ ασφαλείας απέναντι στις συνέπειες της κρίσης.

Σίγουρα, η συζήτηση δε σταματάει στα θέματα αυτά.

Τελειώνω, αναφέροντας αυτά που έλεγε ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης στις 12/1/2002: «Η «πράσινη» κριτική δεν άφησε στο απυρόβλητο την αριστερά ή τουλάχιστον ορισμένες βασικές αντιλήψεις και πρακτικές της. (…) Και πολλές αν όχι όλες οι δυνάμεις της αριστεράς οδηγήθηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να επανεξετάσουν τις θέσεις τους απέναντι στα βασικά θέματα της πράσινης κριτικής. (…) Επομένως πέρα από το ότι την επιθυμούμε, η σύγκλιση των δυνάμεων της ανανεωτικής αριστεράς και της πολιτικής οικολογίας έχει έδαφος και δυνατότητες».

Οκτώ χρόνια μετά, απλά συνυπογράφω και σας ευχαριστώ!

buzz it!

Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

Τα διλήμματα μιας αριστερής στρατηγικής για την Ευρώπη και ο ΣΥΡΙΖΑ

Μια συζήτηση των «Ενθεμάτων» με τον Γεράσιμο Μοσχονά*



Το δίλημμα «προγραμματική» ή «αντισυστημική» αντιπολίτευση είναι ψευδές

* Ένα από τα θέματα που απασχολούν τη συζήτηση στον ΣΥΡΙΖΑ σήμερα είναι «προγραμματική» ή «αντισυστημική» αντιπολίτευση. Το θίξατε πρόσφατα σε μια ομιλία σας.

Οι εκλογείς δεν διαβάζουν τα μακροσκελή προγράμματα. Επηρεάζονται όμως από τα «μεγάλα θέματα», από τις μεγάλες κεντρικές προτάσεις ενός κόμματος, όπως αυτές αναδεικνύονται από τους ηγέτες και τη δημόσια δράση του κόμματος, επηρεάζονται από τους ξεκάθαρους στόχους και τις ισχυρές ιδέες για την πορεία μιας χώρας ή ενός κοινωνικού τομέα. Οι πολιτικές ταυτότητες συγκροτούνται και μεταλλάσσονται γύρω από προγραμματικά και ιδεολογικά «κομβικά σημεία» που προσφέρουν στη κοινωνία προτάσεις πολιτικής για το παρόν και το μέλλον. Μια από τις διαδεδομένες πλάνες της εποχής μας είναι ότι τα προγράμματα «δεν μετράνε». Νομίζω ότι τα κομματικά προγράμματα μετράνε σήμερα περισσότερο από ποτέ. Έστω και αν τα διαβάζουν ελάχιστοι, διότι πράγματι μόνο ελάχιστοι τα διαβάζουν.

Καθώς οι ισχυροί δεσμοί που ιστορικά έδιναν ταυτότητα και συνοχή στα αριστερά κόμματα, δεσμοί ταξικοί, ιδεολογικοί, πολιτισμικοί και οργανωτικοί, έχουν σημαντικά υποχωρήσει, το πρόγραμμα, οι προτάσεις και δεσμεύσεις πολιτικής γίνονται, περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν, φορείς του συλλογικού «εμείς». Γίνονται κρίσιμα στοιχεία της κομματικής ταυτότητας, όπως και της εκλογικής δυναμικής ενός χώρου.

* Όμως τα προγραμματικά κείμενα συχνά περιλαμβάνουν τα πάντα και τίποτα…

Το «έχουμε πρόγραμμα» είναι από τις μεγάλες παρανοήσεις που κυκλοφορούν στην πολιτική αγορά. Το πρόγραμμα που «χάνεται» σε πολλά μικρά «project» χωρίς κεντρικό στόχο, που δεν έχει υψηλή «συγκέντρωση πυρός», που δεν έχει αιχμηρό κέντρο και συμπαγείς --δηλαδή επεξεργασμένες-- προτάσεις πολιτικής, στερείται πολιτικού «μύθου» αλλά και εκλογικής αποτελεσματικότητας. Το πρόγραμμα πρέπει να έχει λίγες και μεγάλες κεντρικές αιχμές (3-4, όχι παραπάνω), «big issues» θα έλεγαν οι Αμερικανοί. Εάν δεν έχει κεντρικές αιχμές δεν είναι πρόγραμμα, εάν έχει πολλές είναι σαν να μην έχει καμία.

Για να επιστρέψω στο κεντρικό ερώτημά σας, η αντιδιαστολή μεταξύ «προγραμματικής» ή «αντισυστημικής»/«δομικής» αντιπολίτευσης είναι εν μέρει ψευδής. Δεν μπορεί να υπάρξει σοβαρή αντιπολίτευση, δεξιά, κεντρώα, αριστερή ή αριστερίστικη, που δεν θα είναι προγραμματική, που δεν θα έχει μια ισχυρή προγραμματική διάσταση. Όσοι δεν το κατανοούν αυτό, κάνουν πολιτική με τους όρους μιας άλλης εποχής. Θα προσέθετα και κάτι άλλο. Η εύκολη αντιπολίτευση, η δημαγωγική, η μη δουλεμένη αντιπολίτευση, είναι ο κύριος τρόπος που άσκησαν και ασκούν πολιτική τα δύο μεγάλα κόμματα. Έχει σε μεγάλο βαθμό υιοθετηθεί και από την Αριστερά. Ωστόσο, και ειδικά, η «αντισυστημική» αντιπολίτευση, ως σχέδιο ριζικής φιλόδοξης αλλαγής, δεν μπορεί να στηριχθεί σε δεδομένες και δοκιμασμένες συνταγές πολιτικής. Ο «αντισυστημισμός», εάν εννοεί αυτό που υπόσχεται, χρειάζεται, ειδικά αυτός, να επεξεργαστεί νέα μοντέλα, να εφεύρει νέες προτάσεις πολιτικής. Χρειάζεται να είναι πιο επεξεργασμένος και, αν μου επιτρέπεται η διατύπωση, πιο τεχνοκρατικός και πιο μοντέρνος από τον «συστημισμό». Η άσκηση στην ευκολία και στο τετριμμένο είναι προπάντων κίνδυνος για τις «αντισυστημικές», όχι για τις «συστημικές» πολιτικές.

Τώρα, εάν συχνά στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό, τα αυτοοριζόμενα ως «αντισυστημικά» ρεύματα υποτιμούν τον προγραμματικό λόγο, αυτό μάλλον οφείλεται στο ότι διαπερνώνται από μια κουλτούρα μόνιμης αντιπολίτευσης, από μια κουλτούρα διαμαρτυρίας και, σε ορισμένες περιπτώσεις, περιθωρίου. Δεν υπάρχει ευθεία αιτιώδης σχέση ανάμεσα στον αντισυστημισμό και στην υποτίμηση των φιλόδοξων προγραμματικών επεξεργασιών. Υπάρχει όμως ευθεία αιτιακή σχέση ανάμεσα στην κουλτούρα διαμαρτυρίας και στην υποτίμηση των προγραμματικών επεξεργασιών.

Το πεδίο της Ευρώπης είναι το πεδίο του μεταρρυθμισμού, όχι της επανάστασης

* Το ερώτημα «προγραμματική» ή «δομική» αντιπολίτευση κατά βάση παραπέμπει και σε κάτι άλλο: ριζοσπαστική ή μετριοπαθής αντιπολίτευση, είτε (για κάποιους) μεταρρύθμιση ή επανάσταση.

Πράγματι, και υπό αυτό το πρίσμα δεν είναι καθόλου ψευδές. Το δίλημμα ριζοσπαστική ή μεταρρυθμιστική πολιτική είναι το προαιώνιο δίλημμα της Αριστεράς.

Το πλαίσιο, ωστόσο, εντός του οποίου τίθεται το δίλημμα έχει σήμερα ριζικά αλλάξει. Για μια χώρα μέλος της ΕΕ, ο τρόπος που τίθεται το πιο πάνω δίλημμα είναι ιδιαίτερα διαφορετικός απ’ ό,τι στο παρελθόν.

Ο ιστορικός αριστερός ριζοσπαστισμός (στο πλαίσιο του έθνους-κράτους) υπήρξε ένα πολιτικό σχέδιο ριζικής αλλαγής που θεμελίωνε τη νομιμότητά του στην πρόθεση (αλλά και ικανότητά) του να ελέγξει (δημοκρατικά ή και όχι) το εθνικό κράτος ή, αν αυτό δεν ήταν δυνατό, να επηρεάσει σημαντικά (ασκώντας πίεση έξωθεν, από θέσεις αντιπολίτευσης) τις πολιτικές του. Ο μηχανισμός υλοποίησης του ιστορικού ριζοσπαστικού σχεδίου, είτε στην αρχική, εξεγερσιακή εκδοχή είτε στη δημοκρατική (δημοκρατικός δρόμος), ήταν τελικά --υπό το αναδρομικό φως της μεταγενέστερης εμπειρίας-- απλός: συγκρότηση ενός ισχυρού κόμματος και ισχυρών παράπλευρων-παραρτηματικών οργανώσεων, στενά συνδεδεμένων με την κοινωνία, με σκοπό την υλοποίηση ενός διπλού στόχου, αφενός την ισχυρή παρουσία στην κοινωνία πολιτών (τον «δήμο») και αφετέρου τον έλεγχο του κράτους (δημοκρατικό ή βίαιο) ή τον επηρεασμό των πολιτικών του.

Σήμερα όμως, στο πλαίσιο της ΕΕ, ούτε ο (ενιαίος) δήμος υπάρχει ούτε μια ενιαία και μοναδική κρατική εξουσία, ούτε ισχυρές υπερεθνικές πανευρωπαϊκού τύπου οργανώσεις (κόμματα, συνδικάτα ή κινήματα), ούτε φυσικά ισχυρές υπερεθνικές ταυτότητες. Αυτό δημιουργεί την ανάγκη επανορισμού του ριζοσπαστικού σχεδίου. Ο σύγχρονος ριζοσπαστισμός (στο πλαίσιο της ΕΕ και των 27 κρατών-μελών) καλείται να ελέγξει ή να επηρεάσει ένα πολιτικό σύστημα χωρίς ισχυρή κεντρική δημόσια εξουσία (πολλά κέντρα εξουσίας), θωρακισμένο από πολλές βαλβίδες ασφαλείας (τουλάχιστον 27, όσα και τα κράτη-μέλη).

Επιπλέον, η ευρωπαϊκή θεσμική φιλοσοφία είναι «συντηρητική», η Ευρώπη είναι σχεδιασμένη για να παράγει θεσμική και πολιτική σταθερότητα. Το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα είναι «αργό», βασανιστικό στη λήψη απόφασης, δεν ευνοεί τις ανατροπές, ούτε τις μεγάλες πολιτικές πρωτοβουλίες, ούτε την αλλαγή των πολιτικών που έχουν υιοθετηθεί. Ούτε βέβαια το πολιτικό χάρισμα και τη στρατηγική ηγεσία (ο Ομπάμα, για παράδειγμα, δεν θα μπορούσε ποτέ να επιλεγεί για πρόεδρος της ΕΕ). Το ευρωπαϊκό σύστημα είναι θεσμικά δυσμενές προς την «ανατρεπτική» δράση, κάθε προέλευσης. Είναι δυσμενές και προς τη ριζοσπαστική Αριστερά και προς τη ριζοσπαστική Δεξιά, και προς τους ριζοσπάστες φεντεραλιστές και προς τους ριζοσπάστες εθνικιστές. Το πεδίο της Ευρώπης είναι το πεδίο του μεταρρυθμισμού. Ο πόλεμος θέσεων, όχι ο πόλεμος κινήσεων, είναι το κεντρικό διακριτικό του γνώρισμα.

* Τα προβλήματα που περιγράφετε πώς συνδέονται με την παρέμβαση της Αριστεράς;

Η Αριστερά δεν έχει «χωνέψει» επαρκώς τη φύση και τη δυναμική της αλυσίδας συνεπειών που το ευρωπαϊκό οικοδόμημα προκαλεί. Κανένας μας άλλωστε δεν την έχει κατανοήσει, όλοι νομίζω ανιχνεύουμε, με πολλές αβεβαιότητες, τις επιπτώσεις της νέας πραγματικότητας. Πιστεύω όμως ότι το κομβικό σημείο στην αλυσίδα συνεπειών ονομάζεται «μεταρρύθμιση». Η ΕΕ εδραιώνει --ως το κρίσιμο πεδίο άσκησης πολιτικής-- τον μεταρρυθμισμό. Διαιρεί έτσι την Αριστερά, η οποία ιστορικά υπήρξε περισσότερο επαναστατική παρά μεταρρυθμιστική. Εξασθενίζει δομικά, όχι συγκυριακά, την raison d’être και κυρίως τους τρόπους δράσης του αριστερού ριζοσπαστισμού. Αυτό παράγει --παραδόξως-- αντιφατικά αποτελέσματα. Αφενός αποδυναμώνει ιδεολογικά και προγραμματικά τις ριζοσπαστικές - αντισυστημικές τάσεις, διότι τους αφαιρεί το έδαφος κάτω από τα πόδια. Αφετέρου, σε δεύτερο χρόνο, τις ξαναγεννά, και εμμέσως τις ενισχύει, αλλά ως ρεύματα διαμαρτυρίας, και συχνά ως ευρωσκεπτικιστικά ή ως αντιευρωπαϊκά ρεύματα. Τις αποδυναμώνει, διότι αναδεικνύει τον ουτοπισμό του διαβήματός τους, τις δυσεπίλυτες αντιφάσεις του αντισυστημικού «project» στην ευρωπαϊκή αρένα. Ταυτόχρονα τις ενισχύει, διότι ενισχύει τον αντικυβερνητισμό, διότι η συμμετοχή στις κυβερνήσεις είναι λιγότερο αποτελεσματική, από τη σκοπιά των αριστερών στόχων, απ’ ό,τι ήταν στο παρελθόν.

Ταυτόχρονα, η ΕΕ ενισχύει ιδεολογικά τις μεταρρυθμιστικές τάσεις, διότι είναι οι μόνες που φύσει μπορούν να προσαρμοστούν στο νέο ισχυρό πεδίο που έχει διαμορφωθεί, και την ίδια στιγμή τις καθιστά πολιτικά ευάλωτες, διότι δεν τους επιτρέπει να παρουσιάσουν απτές και σημαντικές πολιτικές επιτυχίες, ώστε να δικαιωθεί και να νομιμοποιηθεί ο μεταρρυθμισμός τους. Η διάλυση του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος οφείλεται και σε αυτό.

Η Αριστερά, ως δύναμη αντιπολίτευσης και διαμαρτυρίας, επωφελείται εκλογικά από την ΕΕ (και η Σοσιαλδημοκρατία πλήττεται). Ως φορέας όμως ριζοσπαστικού σχεδίου, ως φορέας υλοποιήσιμης σοσιαλιστικής πρότασης, ως δύναμη τωόντι ανατρεπτική, η Αριστερά είναι «έξω από τα νερά» της (γεγονός που ενισχύει τις εσωτερικές της διαιρέσεις). Αναφέρομαι προφανώς στην ουσία μιας ανατρεπτικής πολιτικής, όχι στην κατάχρηση ενός «αντισυστημικού» λόγου χωρίς αντίκρυσμα, όχι στην αριστερή διαμαρτυρία.

Συνοπτικά, το τμήμα της Αριστεράς που θέτει προτεραιότητα στο θεσμικό επίπεδο υφίσταται πίεση, λόγω του ότι η Ευρώπη ευνοεί μόνο τον μετριοπαθή μεταρρυθμισμό, όχι τον προωθημένο και επιθετικό. Το τμήμα της Αριστεράς που δίνει προτεραιότητα στα κινήματα και στον αντικυβερνητισμό μάλλον ενισχύεται, αλλά όχι ως σοσιαλιστικό ή αντικαπιταλιστικό (όπως τα στελέχη του φαίνεται να πιστεύουν), αλλά μάλλον ως αντιπολιτευτικό και διαμαρτυρίας.

Η Ευρώπη, κατά συνέπεια, ανατρέπει τα δεδομένα, θέτει σε δοκιμασία τις παλαιές σταθερές, δημιουργεί ένα γιγάντιο ανακάτεμα των χαρτιών -- χωρίς οι πρωταγωνιστές να έχουν πάντα συνείδηση ότι το ανακάτεμα της τράπουλας οφείλεται στον ευρωπαϊκό παράγοντα.

Η διάκριση ρεφορμισμού-επανάστασης έχει χάσει την παλαιά ισχύ της

* Τι επιλογές ανοίγονται στη μάλλον πεσιμιστική εικόνα που περιγράφετε;

Νομίζω ότι η εικόνα είναι πράγματι πεσιμιστική, όχι από εκλογική άποψη, αλλά από την άποψη των ιδεολογικών και ιστορικών δυνατοτήτων αυτής της οικονομικής και κοινωνικής φάσης. Το πλαίσιο αποτελεσματικής ριζοσπαστικής δράσης στην Ευρώπη έχει γίνει σήμερα, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εμφανώς πιο δυσμενές από εκείνο του «παλαιού» εθνικού κράτους. Τα ανωτέρω δημιουργούν ένα εξαιρετικά δυσεπίλυτο πρόβλημα συλλογικής δράσης --και ταυτότητας-- σε όσους θα ήθελαν έσωθεν να αλλάξουν την Ευρώπη. Και ένα ακόμη πιο δυσεπίλυτο πρόβλημα αποτελεσματικότητας σε όσους θα ήθελαν να ακολουθήσουν έναν εθνικό δρόμο εκτός ΕΕ, μια εθνική ριζοσπαστική στρατηγική. Στην ουσία, η Αριστερά έχει να επιλέξει μεταξύ δύο κακών επιλογών: να δουλέψει εντός της ΕΕ, να υιοθετήσει έναν μακράς πνοής και μακρού χρόνου μεταρρυθμισμό, με περιορισμένες δυνατότητες να επιβάλλει την πολιτική της στον βραχύ και μέσο χρόνο. Ή να κάνει την αντι-ΕΕ επιλογή, με ακόμη λιγότερες δυνατότητες, κατά τη γνώμη μου, να αλλάξει το μοντέλο οικονομικής πολιτικής και με καμία σχεδόν ρεαλιστική δυνατότητα --αναφέρομαι στην Ευρώπη-- να προωθήσει τη μεγάλη αλλαγή ή την «επανάσταση».

* Επανέρχεται επομένως --και με ποιους όρους-- η διάκριση μεταρρύθμιση ή επανάσταση;

Στην πραγματικότητα, λόγω των ευρωπαϊκών και παγκόσμιων καταναγκασμών, η παλαιά διάκριση μεταξύ ρεφορμισμού και επανάστασης έχει χάσει μέγα τμήμα του πολιτικού και ιδεολογικού περιεχομένου που είχε ιστορικά. Και οι «αντισυστημικοί», αν είχαν την εξουσία σε μια χώρα ευρωπαϊκή (έστω, εκτός της ΕΕ), θα ακολουθούσαν μια πολιτική όχι πολύ διαφορετική από την αντίστοιχη των «ρεφορμιστών». Φυσικά οι διαφορές είναι μεγάλες, στους υποκειμενικούς στόχους, στην ιδεολογική συγκρότηση, στις προθέσεις, στην πολιτική τόλμη (κάτι που δεν πρέπει να υποτιμάται). Όχι όμως στις δυνατότητες άσκησης πραγματικής πολιτικής. Το ευρωπαϊκό σύστημα δυσχεραίνει σε βαθμό πρωτόγνωρο, συγκρινόμενο με τα πολιτικά συστήματα που παρήγαγε το έθνος-κράτος, τις πολιτικές προωθημένου μεταρρυθμισμού, και σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Έτσι, η πραγματική απόσταση, όχι η ρητορική, ανάμεσα στον μεταρρυθμισμό και τον αντισυστημισμό είναι σήμερα πολύ μικρότερη απ’ ό,τι στο παρελθόν. Η ακραία ιδεολογική και ρητορική πόλωση γύρω από τα δύο «ρεύματα» (και όρους) εξηγείται (πέραν του ανταγωνισμού για κυριαρχία) από τις εκκωφαντικές αδυναμίες και των δύο τάσεων. Οι μεταρρυθμιστές δεν μπορούν να προωθήσουν βαθιές μεταρρυθμίσεις (οπότε οι αντίπαλοί τους τούς ταυτίζουν με τη «δεξιά»). Και οι αντισυστημικοί δεν διαθέτουν ούτε στο ελάχιστο τα μέσα της ρήξης που υπόσχονται (οπότε οι αντίπαλοι τους ταυτίζουν με τον «αριστερισμό»). Φοβάμαι ότι και οι δύο τάσεις έχουν δίκιο στις κριτικές τους. Και νομίζω ότι η ειλικρινής πνευματική στάση θα επέβαλλε την αναγνώριση των ορίων και των μεν και των δε. Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα σχεδόν όλοι οι οικονομολόγοι που πρόσκεινται στον ΣΥΡΙΖΑ, από τους πιο «δεξιούς» μέχρι τους πιο «επαναστάτες», προτείνουν περίπου τα ίδια πράγματα για την οικονομική στρατηγική που θα όφειλε να ακολουθήσει η χώρας μας. Όλες οι προτάσεις είναι παραλλαγές, λιγότερο ή περισσότερο «αριστερές», ενός κοινωνικού ή αριστερού κεϋνσιανισμού. Η διαλεκτική μεταρρύθμισης και ρήξης πρέπει μάλλον να ιδωθεί με νέο τρόπο, λιγότερο πολωτικό. Αν δεν ιδωθεί έτσι, η ιδεολογική αυταπάτη πολύ εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε ιδεολογική εξαπάτηση.

Η Ευρώπη και ο ασπόνδυλος πολυσυλλεκτισμός του ΣΥΡΙΖΑ

* Θεωρείτε δηλαδή ότι η σημερινή συγκυρία επαναφέρει στο προσκήνιο το θέμα της ευρωπαϊκής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ;

Στον ΣΥΡΙΖΑ το σκληρό παιγνίδι των συνιστωσών και τάσεων εμποδίζει τη συζήτηση των πραγματικών προβλημάτων. Προσωπικά, μου προκαλούν μεγάλο σεβασμό οι προσεγγίσεις που διακρίνονται από εσωτερική συνοχή. Η Ευρώπη είναι, το επαναλαμβάνω, ένα βαθύτατα συντηρητικό θεσμικό και οικονομικό σύστημα. Μου προκαλεί συνεπώς σεβασμό, έστω και αν διαφωνώ, η θέση «έξω η Ελλάδα από την ΕΕ». Τη θεωρώ πνευματικά και πολιτικά συνεκτική, θεωρώ δε ότι έχει ισχυρά επιχειρήματα υπέρ της. Μου προκαλεί επίσης σεβασμό η αντίθετη επιλογή, η στρατηγική για μια ομοσπονδιακή Ευρώπη και ο αριστερός ευρωπαϊσμός. Διαθέτει, και αυτή, το πλεονέκτημα της συνοχής, εκφράζει πολύ καλύτερα, κατά τη γνώμη μου, τα συμφέροντα της σημερινής Ελλάδας, έχει διαμορφωμένες εστίες και αιχμές κριτικής στο ευρωπαϊκό σύστημα, προσδιορίζει χωρίς διφορούμενα το πλαίσιο. Θα ήθελα αυτή τη στρατηγική πιο τολμηρή, λιγότερο «καθώς πρέπει», όμως αναγνωρίζω, στο μικρό βαθμό που μου πέφτει λόγος, τη συνοχή και το ρεαλισμό της.

Κατανοώ όμως λιγότερο τον ασπόνδυλο πολυσυλλεκτισμό --ο οποίος είναι ταυτόχρονα προϊόν και τακτικισμού και σύγχυσης-- του κυρίαρχου λόγου στον ΣΥΡΙΖΑ. Μου είναι λιγότερο κατανοητή η θέση «κριτική σε όλα και σε όλους, κριτική σε οτιδήποτε ευρωπαϊκό, αλλά παραμένουμε εντός ΕΕ, είμαστε μια ευρωπαϊκή πολιτική δύναμη!» Αυτό κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια. Η ατμόσφαιρα, η ψυχολογία, είναι αντι-ευρωπαϊκά, η στρατηγική τυπικά παραμένει ευρωπαϊκή. Αυτή η αμφισημία, που δεν αναγνωρίζεται ως τέτοια (αυτό είναι ο ορισμός του πολυσυλλεκτισμού), εμποδίζει την παραγωγή συγκροτημένης και καινοτόμου πολιτικής είτε στη μια κατεύθυνση, την ευρωπαϊκή, είτε στην άλλη, την εκτός Ευρώπης.

Θα σας δώσω δύο παραδείγματα. Πρώτον, δεν υπάρχει, στη Διακήρυξη για τις Ευρωεκλογές του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε μισή λέξη, ούτε μισή, που να υπονοεί είτε οφέλη που αποκόμισε η Ελλάδα από την ένταξή της στην Κοινότητα είτε μια θετική συμβολή της Ευρώπης σε «κάτι», σε οτιδήποτε. Τέτοια οφέλη όμως υπάρχουν, και δεν είναι ασήμαντα. Η ελληνική κοινή γνώμη δεν παραμένει τυχαία φιλοευρωπαϊκή στην πλειοψηφία της. Δεύτερον, εάν διαβάσει κανείς την ίδια προεκλογική διακήρυξη, δεν θα βρει στοιχειωδώς συγκροτημένη στρατηγική για την Ευρώπη, ούτε για το ευρωπαϊκό σύστημα δημόσιας εξουσίας. Με εξαίρεση το στόχο της ενίσχυσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ζητείται η κατάργηση όλων των Συνθηκών («Να καταργηθούν αμέσως Σύμφωνα και κανόνες, από το Μάαστριχτ ώς τη Λισσαβόνα»), το οποίο σημαίνει επιστροφή στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, δηλαδή στη συμφωνία στη βάση της οποίας οργανώθηκε ο τρελός χορός του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα! (Και σύμφωνα με την οποία, φυσικά, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι εξαιρετικά αδύναμο: οι Συνθήκες που ακολούθησαν ήταν αυτές που ενίσχυσαν τον θεσμικό του ρόλο.) Λυπάμαι, αλλά αυτά είναι ερασιτεχνισμός. Εάν η Αριστερά, που έχει κάνει σημαία της τον περιορισμό του ρόλου της αγοράς, δεν προτείνει μια συγκροτημένη αντίληψη για το κράτος και τις δημόσιες εξουσίες (ευρωπαϊκές αλλά και εθνικές), ποιος θα προτείνει; Η Αριστερά --και κυρίως αυτή-- πρέπει να μιλήσει για τους θεσμούς, γιατί αυτοί προσδιορίζουν το σύστημα εξουσίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν το κάνει, ούτε για την Ευρώπη, ούτε για την Ελλάδα. Ωστόσο, κρίσιμο στοιχείο του διαβήματος της Αριστεράς, κάθε Αριστεράς, παγκοσμίως, από τον Μπερνστάιν μέχρι τον Λένιν και από τον Κάουτσκυ μέχρι τον Πάλμε ή τον Τσάβεζ, είναι η προώθηση μιας αριστερής λογικής συγκρότησης του κράτους και του συστήματος δημόσιων εξουσιών. Χωρίς αντίληψη για το κράτος και για το σύστημα δημόσιων εξουσιών, δεν υπάρχει Αριστερά. Υπάρχει ο νεοφιλελευθερισμός ή ένας ιδιότυπος αντικρατικός «κινηματισμός».

* Ποιες πολιτικές και πρακτικές συνέπειες έχει καθεμιά από τις δύο αυτές, συνεκτικές όπως λέτε, προσεγγίσεις;

Εάν η επιλογή είναι ότι η Ευρώπη είναι «η αυτοκρατορία του κακού», τότε αυτό πρέπει να εξηγηθεί με σαφήνεια και να προταθούν συγκεκριμένες, συγκροτημένες, τεχνοκρατικά τεκμηριωμένες εναλλακτικές λύσεις -- εκτός ΕΕ, αποδέσμευσης δηλαδή από την ΕΕ. Εάν επίσης κάποιες τάσεις θεωρούν ότι υπάρχουν ή θα υπάρξουν, στο σχετικά κοντινό μέλλον, συνθήκες μεγάλης αντικαπιταλιστικής ανατροπής, δεν έχουν κανένα λόγο να εμπλέκουν τον εαυτό τους και τη χώρα σε ένα πολύπλοκο παιγνίδι με άλλους 26 παίκτες-εταίρους και σε ένα εξαιρετικά δυσκίνητο σύστημα πολυεπίπεδης διακυβέρνησης. Είναι ανορθολογικό. Γιατί να πολλαπλασιάζουν τα εμπόδια, αντί να τα μειώνουν; Η πολιτική «η Ελλάδα εκτός Ευρώπης» είναι, για αυτές τις προσεγγίσεις, απολύτως εύλογη. Εάν αυτό πιστεύει η πλειοψηφία, ας το διεκδικήσει. Είναι πολιτική με συνοχή.

Ωστόσο, εάν η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ευρωπαϊκή, επιβάλλεται, σε συνεργασία με τα ομόλογα ευρωπαϊκά κόμματα, να διατυπωθούν συγκροτημένες, τεχνοκρατικά τεκμηριωμένες εναλλακτικές λύσεις -- εντός όμως της ΕΕ. Η Αριστερά πρέπει να κατανοήσει ότι σε πολύπλοκα συστήματα, όπως το ευρωπαϊκό πολυεπίπεδο σύστημα διακυβέρνησης, οι εναλλακτικές πολιτικές χρειάζονται υψηλή τεχνοκρατική επάρκεια και τεχνοκρατική φαντασία. Η διαχείριση του «όχι» των δημοψηφισμάτων της Γαλλίας και της Ολλανδίας από τον Σαρκοζί, και όχι από το νικητή, δηλαδή την Αριστερά, είναι ένα μεγάλο μάθημα σε αυτή την κατεύθυνση. Συγχρόνως, οι εναλλακτικές πολιτικές χρειάζονται, πέραν της υψηλής τεχνογνωσίας, θεσμική και πολιτική θρασύτητα. Δεν μπορείς να πηγαίνεις με το σταυρό στο χέρι απέναντι σε ορισμένες αποφάσεις της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Χρειάζονται μη συμβατικές θεσμικές κινήσεις, οι οποίες όμως, με τη σειρά τους, προϋποθέτουν άριστη γνώση των θεσμών. Δεν αρκεί η νοηματοδότηση της ρυθμιστικής ιδέας του κομμουνισμού, η έμφαση στα κινήματα και η καταγγελία του σύμπαντος για να είσαι ριζοσπάστης ή αντισυστημικός.

Το ζητούμενο, συνεπώς, είναι η μεγάλη προγραμματική «συγκέντρωση πυρός» στην κατεύθυνση προωθημένων μεταρρυθμίσεων, ο τεκμηριωμένος προσδιορισμός των αιχμών ενός «ισχυρού μεταρρυθμισμού», και εντός της ΕΕ και εντός της χώρας. Ο ισχυρός μεταρρυθμισμός (strong reformism, για να χρησιμοποιήσω μια διατύπωση του Richard Dunphy) είναι το εστιακό σημείο πιθανής, και κατά τη γνώμη μου επιθυμητής, σύγκλισης μεταξύ των μετριοπαθών-θεσμικών και των αντισυστημικών ρευμάτων της Αριστεράς. Όσο όμως η ευρωπαϊκή (αλλά και η εθνική) στρατηγική της Αριστεράς δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια, καθαρότητα και χωρίς πολυσυλλεκτισμούς, το πεδίο της αριστερής δημαγωγίας, του αριστερού ερασιτεχνισμού και της στρατηγικής αφασίας είναι ολάνοιχτο. Βέβαια, με δεδομένη την κρίση στρατηγικής και την εκλογική κρίση της Σοσιαλδημοκρατίας, η αριστερή διαμαρτυρία είναι πιθανό να φέρει ψήφους. Δεν θα φέρει όμως πολιτική αλλαγή σε προοδευτική-αριστερή κατεύθυνση. Σε κάθε περίπτωση, η απαξίωση καθετί ευρωπαϊκού και η ανεπάρκεια των πρωτοβουλιών για μια πιο αριστερή και κοινωνική Ευρώπη υπονομεύουν τόσο τη μεταρρυθμιστική όσο και την αντισυστημική προοπτική του χώρου.

Η Αριστερά και το κράτος στο φόντο της κρίσης: μεταρρύθμιση ή συντήρηση

* Μέσα στη συγκυρία της ευρωπαϊκής κρίσης, για την Αριστερά τίθεται ειδικότερα το ιδιαίτερο πρόβλημα της ελληνικής --δημοσιονομικής αλλά όχι μόνο-- κρίσης.

Η κρίση επιβεβαιώνει τις αριστερές (και όχι μόνο) κριτικές στο ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας. Ταυτόχρονα, η εθνική στρατηγική συμμετοχής στον ευρωπαϊκό πυρήνα (όχι τόσο για οικονομικούς όσο για λόγους εξωτερικής πολιτικής) έχει τιναχτεί στον αέρα. Φυσικά, το ελληνικό πρόβλημα είναι ευρωπαϊκό πρόβλημα. Αλλά για τους εταίρους μας. Για εμάς είναι προπάντων ελληνικό πρόβλημα. Η έκρηξη των ελλειμμάτων και του χρέους επιστεγάζουν την ιστορική αποτυχία συγκρότησης αποτελεσματικού και δίκαιου κράτους στη χώρα. Συνοψίζουν επίσης την ιστορική αποτυχία του δικομματισμού. Ωστόσο, η δημοσιονομική κατάρρευση του κράτους δείχνει και την αδυναμία συγκρότησης ηγεμονικής πολιτικής από την Αριστερά. Θεωρώ εγκληματικό για την Αριστερά, εγκληματικό κυρίως για τη χώρα, το ότι η Αριστερά δεν ανέδειξε ως κεντρικό το θέμα της συγκρότησης και του ρόλου της κρατικής εξουσίας. Το ελληνικό κράτος δεν είναι απλώς παραγωγός αναποτελεσματικότητας, ούτε απλώς φορέας μιας κουλτούρας διαφθοράς. Είναι παραγωγός κοινωνικής αδικίας. Και δεν αναφέρομαι μόνο στη φοροδιαφυγή και τα φορολογικά προνόμια, τα οποία δεν αφορούν ειδικά την μεγάλη επιχείρηση αλλά και τον μεγάλο όγκο των μικρομεσαίων. Στις ανισότητες που δημιουργεί η σχέση κεφάλαιο-εργασία επισωρεύονται οι ανισότητες που δημιουργούνται σε βάρος όσων στερούνται κοινωνικών δικτύων πρόσβασης στο κυνικό ελληνικό κράτος. Έχει διαμορφωθεί μια ανομοιογενής ομάδα πληθυσμού που συνδυάζει τον χαμηλό μισθό ή σύνταξη, την ανεργία ή την πρόσκαιρη εργασία, με την έλλειψη πρόσβασης στα δίκτυα του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα. Αυτό δημιουργεί έναν πληθυσμό όχι απλώς αδικημένων, αλλά συντριπτικά χαμένων.

Τα μεγάλα κόμματα, με τη φαιδρή πολιτική τους, «χάρισαν» στην Αριστερά έναν εθνικό ρόλο. Όμως αυτή δεν τον διεκδίκησε, ούτε τον διεκδικεί. Πιθανώς, δεν τον θέλει. Φυσικά, η Αριστερά έχει αναδείξει τις αδυναμίες του δημόσιου τομέα και της πολιτικής των δύο μεγάλων κομμάτων. Δεν έχει κάνει όμως αυτή την ανάδειξη άξονα της πολιτικής της, «big issue». Την έχει υποβαθμίσει. Επηρεασμένη από τη γενική επίθεση στο κράτος των δυνάμεων της αγοράς, οδηγήθηκε στο να υποβαθμίσει τη σημασία για την κοινωνία και την οικονομία του σουρεαλιστικού ρόλου του ελληνικού κράτους. Υποβάθμισε την πολιτική αποτυχία της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ στον δεδομένο τομέα. Παρέβλεψε ταυτόχρονα ότι όσο το κράτος δυσφημίζει τη δημόσια δράση και τις κρατικές λειτουργίες, τόσο θα λειτουργεί ως ο καλύτερος διαφημιστής του ιδιωτικού τομέα και της αποτελεσματικότητάς του. Όσο το κράτος δυσφημίζει τη δημόσια παρέμβαση, τόσο η κυριαρχία των ιδεών της αγοράς δεν θα έχει άλλον αντίπαλο, πέραν του εαυτού της. Τι άλλο πρέπει να γίνει, μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και την αποτυχία της διευθυνόμενης οικονομίας, για να πάψει να υποτιμά η Αριστερά, στο όνομα υψηλών αντικαπιταλιστικών ή κινηματικών στόχων, τις μορφές και τις δομές κρατικής συγκρότησης; Το διάβημα της Αριστεράς, όχι απλώς το πολιτικό αλλά και το ιδεολογικό (και ίσως κυρίως το ιδεολογικό), περνάει μέσα από την ανάδειξη του κράτους σε αποτελεσματικό μηχανισμό διοίκησης, σε αποτελεσματικό παραγωγικό μηχανισμό, σε αποτελεσματικό αναδιανεμητικό μηχανισμό, αλλά και σε αποτελεσματικό μηχανισμό περιορισμού του ρόλου της αγοράς.

* Πώς μπορεί η μετατροπή της κρίσης σε ευκαιρία να γίνει κάτι παραπάνω από ένα σύνθημα;

Η σημερινή στιγμή κρίσης, και του ελληνικού κράτους και των ιδεών της αγοράς, είναι ίσως μια μεγάλη ευκαιρία για τη διατύπωση μιας φιλόδοξης αριστερής μεταρρύθμισης του ελληνικού κράτους. Μόνο μια τέτοια πρόταση θα καταστήσει πειστική μια εξίσου μεγαλόπνοη πολιτική περιορισμού της χαοτικής μηχανής της αγοράς. Αυτός πράγματι θα μπορούσε να είναι ένας τομέας άσκησης ισχυρού μεταρρυθμισμού. Θα μπορούσε όμως να αποδειχθεί και ο τομέας επιβεβαίωσης του «αριστερού συντηρητισμού».

Η εν εξελίξει μεγάλη κρίση, όπως και η κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, έδειξε ότι υπάρχει ποιότητα στον κόσμο της Αριστεράς. Συχνότατα διαβάζω κείμενα που υπερβαίνουν σε ποιότητα αντίστοιχες αναλύσεις του εξωτερικού. Η Αριστερά μπορεί να διεκδικήσει ιδεολογική και προγραμματική υπεροχή, να αγγίξει πλειοψηφικές φλέβες και να διαμορφώσει νέα ρεύματα. Ωστόσο, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ως σύνολο, δεν έχει την ιδεολογική και προγραμματική προετοιμασία για να διεκδικήσει έναν μεγάλο ρόλο. Έχει την κουλτούρα «μικρού παίκτη». Και δρα, πρέπει να της αναγνωριστεί αυτό το μεγάλο ελαφρυντικό, σε ένα δυσμενές, πολυτασικό και εσωτερικά πολυδιασπασμένο, κομματικό-οργανωτικό πλαίσιο.

Επιμέλεια: Γιάννης Μπαλαμπανίδης

O Γεράσιμος Μοσχονάς διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι εντεταλμένος διδασκαλίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών

* 7/3/10, Η ΑΥΓΗ

buzz it!