Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

Τα διλήμματα μιας αριστερής στρατηγικής για την Ευρώπη και ο ΣΥΡΙΖΑ

Μια συζήτηση των «Ενθεμάτων» με τον Γεράσιμο Μοσχονά*



Το δίλημμα «προγραμματική» ή «αντισυστημική» αντιπολίτευση είναι ψευδές

* Ένα από τα θέματα που απασχολούν τη συζήτηση στον ΣΥΡΙΖΑ σήμερα είναι «προγραμματική» ή «αντισυστημική» αντιπολίτευση. Το θίξατε πρόσφατα σε μια ομιλία σας.

Οι εκλογείς δεν διαβάζουν τα μακροσκελή προγράμματα. Επηρεάζονται όμως από τα «μεγάλα θέματα», από τις μεγάλες κεντρικές προτάσεις ενός κόμματος, όπως αυτές αναδεικνύονται από τους ηγέτες και τη δημόσια δράση του κόμματος, επηρεάζονται από τους ξεκάθαρους στόχους και τις ισχυρές ιδέες για την πορεία μιας χώρας ή ενός κοινωνικού τομέα. Οι πολιτικές ταυτότητες συγκροτούνται και μεταλλάσσονται γύρω από προγραμματικά και ιδεολογικά «κομβικά σημεία» που προσφέρουν στη κοινωνία προτάσεις πολιτικής για το παρόν και το μέλλον. Μια από τις διαδεδομένες πλάνες της εποχής μας είναι ότι τα προγράμματα «δεν μετράνε». Νομίζω ότι τα κομματικά προγράμματα μετράνε σήμερα περισσότερο από ποτέ. Έστω και αν τα διαβάζουν ελάχιστοι, διότι πράγματι μόνο ελάχιστοι τα διαβάζουν.

Καθώς οι ισχυροί δεσμοί που ιστορικά έδιναν ταυτότητα και συνοχή στα αριστερά κόμματα, δεσμοί ταξικοί, ιδεολογικοί, πολιτισμικοί και οργανωτικοί, έχουν σημαντικά υποχωρήσει, το πρόγραμμα, οι προτάσεις και δεσμεύσεις πολιτικής γίνονται, περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν, φορείς του συλλογικού «εμείς». Γίνονται κρίσιμα στοιχεία της κομματικής ταυτότητας, όπως και της εκλογικής δυναμικής ενός χώρου.

* Όμως τα προγραμματικά κείμενα συχνά περιλαμβάνουν τα πάντα και τίποτα…

Το «έχουμε πρόγραμμα» είναι από τις μεγάλες παρανοήσεις που κυκλοφορούν στην πολιτική αγορά. Το πρόγραμμα που «χάνεται» σε πολλά μικρά «project» χωρίς κεντρικό στόχο, που δεν έχει υψηλή «συγκέντρωση πυρός», που δεν έχει αιχμηρό κέντρο και συμπαγείς --δηλαδή επεξεργασμένες-- προτάσεις πολιτικής, στερείται πολιτικού «μύθου» αλλά και εκλογικής αποτελεσματικότητας. Το πρόγραμμα πρέπει να έχει λίγες και μεγάλες κεντρικές αιχμές (3-4, όχι παραπάνω), «big issues» θα έλεγαν οι Αμερικανοί. Εάν δεν έχει κεντρικές αιχμές δεν είναι πρόγραμμα, εάν έχει πολλές είναι σαν να μην έχει καμία.

Για να επιστρέψω στο κεντρικό ερώτημά σας, η αντιδιαστολή μεταξύ «προγραμματικής» ή «αντισυστημικής»/«δομικής» αντιπολίτευσης είναι εν μέρει ψευδής. Δεν μπορεί να υπάρξει σοβαρή αντιπολίτευση, δεξιά, κεντρώα, αριστερή ή αριστερίστικη, που δεν θα είναι προγραμματική, που δεν θα έχει μια ισχυρή προγραμματική διάσταση. Όσοι δεν το κατανοούν αυτό, κάνουν πολιτική με τους όρους μιας άλλης εποχής. Θα προσέθετα και κάτι άλλο. Η εύκολη αντιπολίτευση, η δημαγωγική, η μη δουλεμένη αντιπολίτευση, είναι ο κύριος τρόπος που άσκησαν και ασκούν πολιτική τα δύο μεγάλα κόμματα. Έχει σε μεγάλο βαθμό υιοθετηθεί και από την Αριστερά. Ωστόσο, και ειδικά, η «αντισυστημική» αντιπολίτευση, ως σχέδιο ριζικής φιλόδοξης αλλαγής, δεν μπορεί να στηριχθεί σε δεδομένες και δοκιμασμένες συνταγές πολιτικής. Ο «αντισυστημισμός», εάν εννοεί αυτό που υπόσχεται, χρειάζεται, ειδικά αυτός, να επεξεργαστεί νέα μοντέλα, να εφεύρει νέες προτάσεις πολιτικής. Χρειάζεται να είναι πιο επεξεργασμένος και, αν μου επιτρέπεται η διατύπωση, πιο τεχνοκρατικός και πιο μοντέρνος από τον «συστημισμό». Η άσκηση στην ευκολία και στο τετριμμένο είναι προπάντων κίνδυνος για τις «αντισυστημικές», όχι για τις «συστημικές» πολιτικές.

Τώρα, εάν συχνά στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό, τα αυτοοριζόμενα ως «αντισυστημικά» ρεύματα υποτιμούν τον προγραμματικό λόγο, αυτό μάλλον οφείλεται στο ότι διαπερνώνται από μια κουλτούρα μόνιμης αντιπολίτευσης, από μια κουλτούρα διαμαρτυρίας και, σε ορισμένες περιπτώσεις, περιθωρίου. Δεν υπάρχει ευθεία αιτιώδης σχέση ανάμεσα στον αντισυστημισμό και στην υποτίμηση των φιλόδοξων προγραμματικών επεξεργασιών. Υπάρχει όμως ευθεία αιτιακή σχέση ανάμεσα στην κουλτούρα διαμαρτυρίας και στην υποτίμηση των προγραμματικών επεξεργασιών.

Το πεδίο της Ευρώπης είναι το πεδίο του μεταρρυθμισμού, όχι της επανάστασης

* Το ερώτημα «προγραμματική» ή «δομική» αντιπολίτευση κατά βάση παραπέμπει και σε κάτι άλλο: ριζοσπαστική ή μετριοπαθής αντιπολίτευση, είτε (για κάποιους) μεταρρύθμιση ή επανάσταση.

Πράγματι, και υπό αυτό το πρίσμα δεν είναι καθόλου ψευδές. Το δίλημμα ριζοσπαστική ή μεταρρυθμιστική πολιτική είναι το προαιώνιο δίλημμα της Αριστεράς.

Το πλαίσιο, ωστόσο, εντός του οποίου τίθεται το δίλημμα έχει σήμερα ριζικά αλλάξει. Για μια χώρα μέλος της ΕΕ, ο τρόπος που τίθεται το πιο πάνω δίλημμα είναι ιδιαίτερα διαφορετικός απ’ ό,τι στο παρελθόν.

Ο ιστορικός αριστερός ριζοσπαστισμός (στο πλαίσιο του έθνους-κράτους) υπήρξε ένα πολιτικό σχέδιο ριζικής αλλαγής που θεμελίωνε τη νομιμότητά του στην πρόθεση (αλλά και ικανότητά) του να ελέγξει (δημοκρατικά ή και όχι) το εθνικό κράτος ή, αν αυτό δεν ήταν δυνατό, να επηρεάσει σημαντικά (ασκώντας πίεση έξωθεν, από θέσεις αντιπολίτευσης) τις πολιτικές του. Ο μηχανισμός υλοποίησης του ιστορικού ριζοσπαστικού σχεδίου, είτε στην αρχική, εξεγερσιακή εκδοχή είτε στη δημοκρατική (δημοκρατικός δρόμος), ήταν τελικά --υπό το αναδρομικό φως της μεταγενέστερης εμπειρίας-- απλός: συγκρότηση ενός ισχυρού κόμματος και ισχυρών παράπλευρων-παραρτηματικών οργανώσεων, στενά συνδεδεμένων με την κοινωνία, με σκοπό την υλοποίηση ενός διπλού στόχου, αφενός την ισχυρή παρουσία στην κοινωνία πολιτών (τον «δήμο») και αφετέρου τον έλεγχο του κράτους (δημοκρατικό ή βίαιο) ή τον επηρεασμό των πολιτικών του.

Σήμερα όμως, στο πλαίσιο της ΕΕ, ούτε ο (ενιαίος) δήμος υπάρχει ούτε μια ενιαία και μοναδική κρατική εξουσία, ούτε ισχυρές υπερεθνικές πανευρωπαϊκού τύπου οργανώσεις (κόμματα, συνδικάτα ή κινήματα), ούτε φυσικά ισχυρές υπερεθνικές ταυτότητες. Αυτό δημιουργεί την ανάγκη επανορισμού του ριζοσπαστικού σχεδίου. Ο σύγχρονος ριζοσπαστισμός (στο πλαίσιο της ΕΕ και των 27 κρατών-μελών) καλείται να ελέγξει ή να επηρεάσει ένα πολιτικό σύστημα χωρίς ισχυρή κεντρική δημόσια εξουσία (πολλά κέντρα εξουσίας), θωρακισμένο από πολλές βαλβίδες ασφαλείας (τουλάχιστον 27, όσα και τα κράτη-μέλη).

Επιπλέον, η ευρωπαϊκή θεσμική φιλοσοφία είναι «συντηρητική», η Ευρώπη είναι σχεδιασμένη για να παράγει θεσμική και πολιτική σταθερότητα. Το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα είναι «αργό», βασανιστικό στη λήψη απόφασης, δεν ευνοεί τις ανατροπές, ούτε τις μεγάλες πολιτικές πρωτοβουλίες, ούτε την αλλαγή των πολιτικών που έχουν υιοθετηθεί. Ούτε βέβαια το πολιτικό χάρισμα και τη στρατηγική ηγεσία (ο Ομπάμα, για παράδειγμα, δεν θα μπορούσε ποτέ να επιλεγεί για πρόεδρος της ΕΕ). Το ευρωπαϊκό σύστημα είναι θεσμικά δυσμενές προς την «ανατρεπτική» δράση, κάθε προέλευσης. Είναι δυσμενές και προς τη ριζοσπαστική Αριστερά και προς τη ριζοσπαστική Δεξιά, και προς τους ριζοσπάστες φεντεραλιστές και προς τους ριζοσπάστες εθνικιστές. Το πεδίο της Ευρώπης είναι το πεδίο του μεταρρυθμισμού. Ο πόλεμος θέσεων, όχι ο πόλεμος κινήσεων, είναι το κεντρικό διακριτικό του γνώρισμα.

* Τα προβλήματα που περιγράφετε πώς συνδέονται με την παρέμβαση της Αριστεράς;

Η Αριστερά δεν έχει «χωνέψει» επαρκώς τη φύση και τη δυναμική της αλυσίδας συνεπειών που το ευρωπαϊκό οικοδόμημα προκαλεί. Κανένας μας άλλωστε δεν την έχει κατανοήσει, όλοι νομίζω ανιχνεύουμε, με πολλές αβεβαιότητες, τις επιπτώσεις της νέας πραγματικότητας. Πιστεύω όμως ότι το κομβικό σημείο στην αλυσίδα συνεπειών ονομάζεται «μεταρρύθμιση». Η ΕΕ εδραιώνει --ως το κρίσιμο πεδίο άσκησης πολιτικής-- τον μεταρρυθμισμό. Διαιρεί έτσι την Αριστερά, η οποία ιστορικά υπήρξε περισσότερο επαναστατική παρά μεταρρυθμιστική. Εξασθενίζει δομικά, όχι συγκυριακά, την raison d’être και κυρίως τους τρόπους δράσης του αριστερού ριζοσπαστισμού. Αυτό παράγει --παραδόξως-- αντιφατικά αποτελέσματα. Αφενός αποδυναμώνει ιδεολογικά και προγραμματικά τις ριζοσπαστικές - αντισυστημικές τάσεις, διότι τους αφαιρεί το έδαφος κάτω από τα πόδια. Αφετέρου, σε δεύτερο χρόνο, τις ξαναγεννά, και εμμέσως τις ενισχύει, αλλά ως ρεύματα διαμαρτυρίας, και συχνά ως ευρωσκεπτικιστικά ή ως αντιευρωπαϊκά ρεύματα. Τις αποδυναμώνει, διότι αναδεικνύει τον ουτοπισμό του διαβήματός τους, τις δυσεπίλυτες αντιφάσεις του αντισυστημικού «project» στην ευρωπαϊκή αρένα. Ταυτόχρονα τις ενισχύει, διότι ενισχύει τον αντικυβερνητισμό, διότι η συμμετοχή στις κυβερνήσεις είναι λιγότερο αποτελεσματική, από τη σκοπιά των αριστερών στόχων, απ’ ό,τι ήταν στο παρελθόν.

Ταυτόχρονα, η ΕΕ ενισχύει ιδεολογικά τις μεταρρυθμιστικές τάσεις, διότι είναι οι μόνες που φύσει μπορούν να προσαρμοστούν στο νέο ισχυρό πεδίο που έχει διαμορφωθεί, και την ίδια στιγμή τις καθιστά πολιτικά ευάλωτες, διότι δεν τους επιτρέπει να παρουσιάσουν απτές και σημαντικές πολιτικές επιτυχίες, ώστε να δικαιωθεί και να νομιμοποιηθεί ο μεταρρυθμισμός τους. Η διάλυση του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος οφείλεται και σε αυτό.

Η Αριστερά, ως δύναμη αντιπολίτευσης και διαμαρτυρίας, επωφελείται εκλογικά από την ΕΕ (και η Σοσιαλδημοκρατία πλήττεται). Ως φορέας όμως ριζοσπαστικού σχεδίου, ως φορέας υλοποιήσιμης σοσιαλιστικής πρότασης, ως δύναμη τωόντι ανατρεπτική, η Αριστερά είναι «έξω από τα νερά» της (γεγονός που ενισχύει τις εσωτερικές της διαιρέσεις). Αναφέρομαι προφανώς στην ουσία μιας ανατρεπτικής πολιτικής, όχι στην κατάχρηση ενός «αντισυστημικού» λόγου χωρίς αντίκρυσμα, όχι στην αριστερή διαμαρτυρία.

Συνοπτικά, το τμήμα της Αριστεράς που θέτει προτεραιότητα στο θεσμικό επίπεδο υφίσταται πίεση, λόγω του ότι η Ευρώπη ευνοεί μόνο τον μετριοπαθή μεταρρυθμισμό, όχι τον προωθημένο και επιθετικό. Το τμήμα της Αριστεράς που δίνει προτεραιότητα στα κινήματα και στον αντικυβερνητισμό μάλλον ενισχύεται, αλλά όχι ως σοσιαλιστικό ή αντικαπιταλιστικό (όπως τα στελέχη του φαίνεται να πιστεύουν), αλλά μάλλον ως αντιπολιτευτικό και διαμαρτυρίας.

Η Ευρώπη, κατά συνέπεια, ανατρέπει τα δεδομένα, θέτει σε δοκιμασία τις παλαιές σταθερές, δημιουργεί ένα γιγάντιο ανακάτεμα των χαρτιών -- χωρίς οι πρωταγωνιστές να έχουν πάντα συνείδηση ότι το ανακάτεμα της τράπουλας οφείλεται στον ευρωπαϊκό παράγοντα.

Η διάκριση ρεφορμισμού-επανάστασης έχει χάσει την παλαιά ισχύ της

* Τι επιλογές ανοίγονται στη μάλλον πεσιμιστική εικόνα που περιγράφετε;

Νομίζω ότι η εικόνα είναι πράγματι πεσιμιστική, όχι από εκλογική άποψη, αλλά από την άποψη των ιδεολογικών και ιστορικών δυνατοτήτων αυτής της οικονομικής και κοινωνικής φάσης. Το πλαίσιο αποτελεσματικής ριζοσπαστικής δράσης στην Ευρώπη έχει γίνει σήμερα, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εμφανώς πιο δυσμενές από εκείνο του «παλαιού» εθνικού κράτους. Τα ανωτέρω δημιουργούν ένα εξαιρετικά δυσεπίλυτο πρόβλημα συλλογικής δράσης --και ταυτότητας-- σε όσους θα ήθελαν έσωθεν να αλλάξουν την Ευρώπη. Και ένα ακόμη πιο δυσεπίλυτο πρόβλημα αποτελεσματικότητας σε όσους θα ήθελαν να ακολουθήσουν έναν εθνικό δρόμο εκτός ΕΕ, μια εθνική ριζοσπαστική στρατηγική. Στην ουσία, η Αριστερά έχει να επιλέξει μεταξύ δύο κακών επιλογών: να δουλέψει εντός της ΕΕ, να υιοθετήσει έναν μακράς πνοής και μακρού χρόνου μεταρρυθμισμό, με περιορισμένες δυνατότητες να επιβάλλει την πολιτική της στον βραχύ και μέσο χρόνο. Ή να κάνει την αντι-ΕΕ επιλογή, με ακόμη λιγότερες δυνατότητες, κατά τη γνώμη μου, να αλλάξει το μοντέλο οικονομικής πολιτικής και με καμία σχεδόν ρεαλιστική δυνατότητα --αναφέρομαι στην Ευρώπη-- να προωθήσει τη μεγάλη αλλαγή ή την «επανάσταση».

* Επανέρχεται επομένως --και με ποιους όρους-- η διάκριση μεταρρύθμιση ή επανάσταση;

Στην πραγματικότητα, λόγω των ευρωπαϊκών και παγκόσμιων καταναγκασμών, η παλαιά διάκριση μεταξύ ρεφορμισμού και επανάστασης έχει χάσει μέγα τμήμα του πολιτικού και ιδεολογικού περιεχομένου που είχε ιστορικά. Και οι «αντισυστημικοί», αν είχαν την εξουσία σε μια χώρα ευρωπαϊκή (έστω, εκτός της ΕΕ), θα ακολουθούσαν μια πολιτική όχι πολύ διαφορετική από την αντίστοιχη των «ρεφορμιστών». Φυσικά οι διαφορές είναι μεγάλες, στους υποκειμενικούς στόχους, στην ιδεολογική συγκρότηση, στις προθέσεις, στην πολιτική τόλμη (κάτι που δεν πρέπει να υποτιμάται). Όχι όμως στις δυνατότητες άσκησης πραγματικής πολιτικής. Το ευρωπαϊκό σύστημα δυσχεραίνει σε βαθμό πρωτόγνωρο, συγκρινόμενο με τα πολιτικά συστήματα που παρήγαγε το έθνος-κράτος, τις πολιτικές προωθημένου μεταρρυθμισμού, και σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Έτσι, η πραγματική απόσταση, όχι η ρητορική, ανάμεσα στον μεταρρυθμισμό και τον αντισυστημισμό είναι σήμερα πολύ μικρότερη απ’ ό,τι στο παρελθόν. Η ακραία ιδεολογική και ρητορική πόλωση γύρω από τα δύο «ρεύματα» (και όρους) εξηγείται (πέραν του ανταγωνισμού για κυριαρχία) από τις εκκωφαντικές αδυναμίες και των δύο τάσεων. Οι μεταρρυθμιστές δεν μπορούν να προωθήσουν βαθιές μεταρρυθμίσεις (οπότε οι αντίπαλοί τους τούς ταυτίζουν με τη «δεξιά»). Και οι αντισυστημικοί δεν διαθέτουν ούτε στο ελάχιστο τα μέσα της ρήξης που υπόσχονται (οπότε οι αντίπαλοι τους ταυτίζουν με τον «αριστερισμό»). Φοβάμαι ότι και οι δύο τάσεις έχουν δίκιο στις κριτικές τους. Και νομίζω ότι η ειλικρινής πνευματική στάση θα επέβαλλε την αναγνώριση των ορίων και των μεν και των δε. Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα σχεδόν όλοι οι οικονομολόγοι που πρόσκεινται στον ΣΥΡΙΖΑ, από τους πιο «δεξιούς» μέχρι τους πιο «επαναστάτες», προτείνουν περίπου τα ίδια πράγματα για την οικονομική στρατηγική που θα όφειλε να ακολουθήσει η χώρας μας. Όλες οι προτάσεις είναι παραλλαγές, λιγότερο ή περισσότερο «αριστερές», ενός κοινωνικού ή αριστερού κεϋνσιανισμού. Η διαλεκτική μεταρρύθμισης και ρήξης πρέπει μάλλον να ιδωθεί με νέο τρόπο, λιγότερο πολωτικό. Αν δεν ιδωθεί έτσι, η ιδεολογική αυταπάτη πολύ εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε ιδεολογική εξαπάτηση.

Η Ευρώπη και ο ασπόνδυλος πολυσυλλεκτισμός του ΣΥΡΙΖΑ

* Θεωρείτε δηλαδή ότι η σημερινή συγκυρία επαναφέρει στο προσκήνιο το θέμα της ευρωπαϊκής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ;

Στον ΣΥΡΙΖΑ το σκληρό παιγνίδι των συνιστωσών και τάσεων εμποδίζει τη συζήτηση των πραγματικών προβλημάτων. Προσωπικά, μου προκαλούν μεγάλο σεβασμό οι προσεγγίσεις που διακρίνονται από εσωτερική συνοχή. Η Ευρώπη είναι, το επαναλαμβάνω, ένα βαθύτατα συντηρητικό θεσμικό και οικονομικό σύστημα. Μου προκαλεί συνεπώς σεβασμό, έστω και αν διαφωνώ, η θέση «έξω η Ελλάδα από την ΕΕ». Τη θεωρώ πνευματικά και πολιτικά συνεκτική, θεωρώ δε ότι έχει ισχυρά επιχειρήματα υπέρ της. Μου προκαλεί επίσης σεβασμό η αντίθετη επιλογή, η στρατηγική για μια ομοσπονδιακή Ευρώπη και ο αριστερός ευρωπαϊσμός. Διαθέτει, και αυτή, το πλεονέκτημα της συνοχής, εκφράζει πολύ καλύτερα, κατά τη γνώμη μου, τα συμφέροντα της σημερινής Ελλάδας, έχει διαμορφωμένες εστίες και αιχμές κριτικής στο ευρωπαϊκό σύστημα, προσδιορίζει χωρίς διφορούμενα το πλαίσιο. Θα ήθελα αυτή τη στρατηγική πιο τολμηρή, λιγότερο «καθώς πρέπει», όμως αναγνωρίζω, στο μικρό βαθμό που μου πέφτει λόγος, τη συνοχή και το ρεαλισμό της.

Κατανοώ όμως λιγότερο τον ασπόνδυλο πολυσυλλεκτισμό --ο οποίος είναι ταυτόχρονα προϊόν και τακτικισμού και σύγχυσης-- του κυρίαρχου λόγου στον ΣΥΡΙΖΑ. Μου είναι λιγότερο κατανοητή η θέση «κριτική σε όλα και σε όλους, κριτική σε οτιδήποτε ευρωπαϊκό, αλλά παραμένουμε εντός ΕΕ, είμαστε μια ευρωπαϊκή πολιτική δύναμη!» Αυτό κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια. Η ατμόσφαιρα, η ψυχολογία, είναι αντι-ευρωπαϊκά, η στρατηγική τυπικά παραμένει ευρωπαϊκή. Αυτή η αμφισημία, που δεν αναγνωρίζεται ως τέτοια (αυτό είναι ο ορισμός του πολυσυλλεκτισμού), εμποδίζει την παραγωγή συγκροτημένης και καινοτόμου πολιτικής είτε στη μια κατεύθυνση, την ευρωπαϊκή, είτε στην άλλη, την εκτός Ευρώπης.

Θα σας δώσω δύο παραδείγματα. Πρώτον, δεν υπάρχει, στη Διακήρυξη για τις Ευρωεκλογές του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε μισή λέξη, ούτε μισή, που να υπονοεί είτε οφέλη που αποκόμισε η Ελλάδα από την ένταξή της στην Κοινότητα είτε μια θετική συμβολή της Ευρώπης σε «κάτι», σε οτιδήποτε. Τέτοια οφέλη όμως υπάρχουν, και δεν είναι ασήμαντα. Η ελληνική κοινή γνώμη δεν παραμένει τυχαία φιλοευρωπαϊκή στην πλειοψηφία της. Δεύτερον, εάν διαβάσει κανείς την ίδια προεκλογική διακήρυξη, δεν θα βρει στοιχειωδώς συγκροτημένη στρατηγική για την Ευρώπη, ούτε για το ευρωπαϊκό σύστημα δημόσιας εξουσίας. Με εξαίρεση το στόχο της ενίσχυσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ζητείται η κατάργηση όλων των Συνθηκών («Να καταργηθούν αμέσως Σύμφωνα και κανόνες, από το Μάαστριχτ ώς τη Λισσαβόνα»), το οποίο σημαίνει επιστροφή στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, δηλαδή στη συμφωνία στη βάση της οποίας οργανώθηκε ο τρελός χορός του νεοφιλελευθερισμού στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα! (Και σύμφωνα με την οποία, φυσικά, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι εξαιρετικά αδύναμο: οι Συνθήκες που ακολούθησαν ήταν αυτές που ενίσχυσαν τον θεσμικό του ρόλο.) Λυπάμαι, αλλά αυτά είναι ερασιτεχνισμός. Εάν η Αριστερά, που έχει κάνει σημαία της τον περιορισμό του ρόλου της αγοράς, δεν προτείνει μια συγκροτημένη αντίληψη για το κράτος και τις δημόσιες εξουσίες (ευρωπαϊκές αλλά και εθνικές), ποιος θα προτείνει; Η Αριστερά --και κυρίως αυτή-- πρέπει να μιλήσει για τους θεσμούς, γιατί αυτοί προσδιορίζουν το σύστημα εξουσίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν το κάνει, ούτε για την Ευρώπη, ούτε για την Ελλάδα. Ωστόσο, κρίσιμο στοιχείο του διαβήματος της Αριστεράς, κάθε Αριστεράς, παγκοσμίως, από τον Μπερνστάιν μέχρι τον Λένιν και από τον Κάουτσκυ μέχρι τον Πάλμε ή τον Τσάβεζ, είναι η προώθηση μιας αριστερής λογικής συγκρότησης του κράτους και του συστήματος δημόσιων εξουσιών. Χωρίς αντίληψη για το κράτος και για το σύστημα δημόσιων εξουσιών, δεν υπάρχει Αριστερά. Υπάρχει ο νεοφιλελευθερισμός ή ένας ιδιότυπος αντικρατικός «κινηματισμός».

* Ποιες πολιτικές και πρακτικές συνέπειες έχει καθεμιά από τις δύο αυτές, συνεκτικές όπως λέτε, προσεγγίσεις;

Εάν η επιλογή είναι ότι η Ευρώπη είναι «η αυτοκρατορία του κακού», τότε αυτό πρέπει να εξηγηθεί με σαφήνεια και να προταθούν συγκεκριμένες, συγκροτημένες, τεχνοκρατικά τεκμηριωμένες εναλλακτικές λύσεις -- εκτός ΕΕ, αποδέσμευσης δηλαδή από την ΕΕ. Εάν επίσης κάποιες τάσεις θεωρούν ότι υπάρχουν ή θα υπάρξουν, στο σχετικά κοντινό μέλλον, συνθήκες μεγάλης αντικαπιταλιστικής ανατροπής, δεν έχουν κανένα λόγο να εμπλέκουν τον εαυτό τους και τη χώρα σε ένα πολύπλοκο παιγνίδι με άλλους 26 παίκτες-εταίρους και σε ένα εξαιρετικά δυσκίνητο σύστημα πολυεπίπεδης διακυβέρνησης. Είναι ανορθολογικό. Γιατί να πολλαπλασιάζουν τα εμπόδια, αντί να τα μειώνουν; Η πολιτική «η Ελλάδα εκτός Ευρώπης» είναι, για αυτές τις προσεγγίσεις, απολύτως εύλογη. Εάν αυτό πιστεύει η πλειοψηφία, ας το διεκδικήσει. Είναι πολιτική με συνοχή.

Ωστόσο, εάν η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει ευρωπαϊκή, επιβάλλεται, σε συνεργασία με τα ομόλογα ευρωπαϊκά κόμματα, να διατυπωθούν συγκροτημένες, τεχνοκρατικά τεκμηριωμένες εναλλακτικές λύσεις -- εντός όμως της ΕΕ. Η Αριστερά πρέπει να κατανοήσει ότι σε πολύπλοκα συστήματα, όπως το ευρωπαϊκό πολυεπίπεδο σύστημα διακυβέρνησης, οι εναλλακτικές πολιτικές χρειάζονται υψηλή τεχνοκρατική επάρκεια και τεχνοκρατική φαντασία. Η διαχείριση του «όχι» των δημοψηφισμάτων της Γαλλίας και της Ολλανδίας από τον Σαρκοζί, και όχι από το νικητή, δηλαδή την Αριστερά, είναι ένα μεγάλο μάθημα σε αυτή την κατεύθυνση. Συγχρόνως, οι εναλλακτικές πολιτικές χρειάζονται, πέραν της υψηλής τεχνογνωσίας, θεσμική και πολιτική θρασύτητα. Δεν μπορείς να πηγαίνεις με το σταυρό στο χέρι απέναντι σε ορισμένες αποφάσεις της Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Χρειάζονται μη συμβατικές θεσμικές κινήσεις, οι οποίες όμως, με τη σειρά τους, προϋποθέτουν άριστη γνώση των θεσμών. Δεν αρκεί η νοηματοδότηση της ρυθμιστικής ιδέας του κομμουνισμού, η έμφαση στα κινήματα και η καταγγελία του σύμπαντος για να είσαι ριζοσπάστης ή αντισυστημικός.

Το ζητούμενο, συνεπώς, είναι η μεγάλη προγραμματική «συγκέντρωση πυρός» στην κατεύθυνση προωθημένων μεταρρυθμίσεων, ο τεκμηριωμένος προσδιορισμός των αιχμών ενός «ισχυρού μεταρρυθμισμού», και εντός της ΕΕ και εντός της χώρας. Ο ισχυρός μεταρρυθμισμός (strong reformism, για να χρησιμοποιήσω μια διατύπωση του Richard Dunphy) είναι το εστιακό σημείο πιθανής, και κατά τη γνώμη μου επιθυμητής, σύγκλισης μεταξύ των μετριοπαθών-θεσμικών και των αντισυστημικών ρευμάτων της Αριστεράς. Όσο όμως η ευρωπαϊκή (αλλά και η εθνική) στρατηγική της Αριστεράς δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια, καθαρότητα και χωρίς πολυσυλλεκτισμούς, το πεδίο της αριστερής δημαγωγίας, του αριστερού ερασιτεχνισμού και της στρατηγικής αφασίας είναι ολάνοιχτο. Βέβαια, με δεδομένη την κρίση στρατηγικής και την εκλογική κρίση της Σοσιαλδημοκρατίας, η αριστερή διαμαρτυρία είναι πιθανό να φέρει ψήφους. Δεν θα φέρει όμως πολιτική αλλαγή σε προοδευτική-αριστερή κατεύθυνση. Σε κάθε περίπτωση, η απαξίωση καθετί ευρωπαϊκού και η ανεπάρκεια των πρωτοβουλιών για μια πιο αριστερή και κοινωνική Ευρώπη υπονομεύουν τόσο τη μεταρρυθμιστική όσο και την αντισυστημική προοπτική του χώρου.

Η Αριστερά και το κράτος στο φόντο της κρίσης: μεταρρύθμιση ή συντήρηση

* Μέσα στη συγκυρία της ευρωπαϊκής κρίσης, για την Αριστερά τίθεται ειδικότερα το ιδιαίτερο πρόβλημα της ελληνικής --δημοσιονομικής αλλά όχι μόνο-- κρίσης.

Η κρίση επιβεβαιώνει τις αριστερές (και όχι μόνο) κριτικές στο ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας. Ταυτόχρονα, η εθνική στρατηγική συμμετοχής στον ευρωπαϊκό πυρήνα (όχι τόσο για οικονομικούς όσο για λόγους εξωτερικής πολιτικής) έχει τιναχτεί στον αέρα. Φυσικά, το ελληνικό πρόβλημα είναι ευρωπαϊκό πρόβλημα. Αλλά για τους εταίρους μας. Για εμάς είναι προπάντων ελληνικό πρόβλημα. Η έκρηξη των ελλειμμάτων και του χρέους επιστεγάζουν την ιστορική αποτυχία συγκρότησης αποτελεσματικού και δίκαιου κράτους στη χώρα. Συνοψίζουν επίσης την ιστορική αποτυχία του δικομματισμού. Ωστόσο, η δημοσιονομική κατάρρευση του κράτους δείχνει και την αδυναμία συγκρότησης ηγεμονικής πολιτικής από την Αριστερά. Θεωρώ εγκληματικό για την Αριστερά, εγκληματικό κυρίως για τη χώρα, το ότι η Αριστερά δεν ανέδειξε ως κεντρικό το θέμα της συγκρότησης και του ρόλου της κρατικής εξουσίας. Το ελληνικό κράτος δεν είναι απλώς παραγωγός αναποτελεσματικότητας, ούτε απλώς φορέας μιας κουλτούρας διαφθοράς. Είναι παραγωγός κοινωνικής αδικίας. Και δεν αναφέρομαι μόνο στη φοροδιαφυγή και τα φορολογικά προνόμια, τα οποία δεν αφορούν ειδικά την μεγάλη επιχείρηση αλλά και τον μεγάλο όγκο των μικρομεσαίων. Στις ανισότητες που δημιουργεί η σχέση κεφάλαιο-εργασία επισωρεύονται οι ανισότητες που δημιουργούνται σε βάρος όσων στερούνται κοινωνικών δικτύων πρόσβασης στο κυνικό ελληνικό κράτος. Έχει διαμορφωθεί μια ανομοιογενής ομάδα πληθυσμού που συνδυάζει τον χαμηλό μισθό ή σύνταξη, την ανεργία ή την πρόσκαιρη εργασία, με την έλλειψη πρόσβασης στα δίκτυα του στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα. Αυτό δημιουργεί έναν πληθυσμό όχι απλώς αδικημένων, αλλά συντριπτικά χαμένων.

Τα μεγάλα κόμματα, με τη φαιδρή πολιτική τους, «χάρισαν» στην Αριστερά έναν εθνικό ρόλο. Όμως αυτή δεν τον διεκδίκησε, ούτε τον διεκδικεί. Πιθανώς, δεν τον θέλει. Φυσικά, η Αριστερά έχει αναδείξει τις αδυναμίες του δημόσιου τομέα και της πολιτικής των δύο μεγάλων κομμάτων. Δεν έχει κάνει όμως αυτή την ανάδειξη άξονα της πολιτικής της, «big issue». Την έχει υποβαθμίσει. Επηρεασμένη από τη γενική επίθεση στο κράτος των δυνάμεων της αγοράς, οδηγήθηκε στο να υποβαθμίσει τη σημασία για την κοινωνία και την οικονομία του σουρεαλιστικού ρόλου του ελληνικού κράτους. Υποβάθμισε την πολιτική αποτυχία της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ στον δεδομένο τομέα. Παρέβλεψε ταυτόχρονα ότι όσο το κράτος δυσφημίζει τη δημόσια δράση και τις κρατικές λειτουργίες, τόσο θα λειτουργεί ως ο καλύτερος διαφημιστής του ιδιωτικού τομέα και της αποτελεσματικότητάς του. Όσο το κράτος δυσφημίζει τη δημόσια παρέμβαση, τόσο η κυριαρχία των ιδεών της αγοράς δεν θα έχει άλλον αντίπαλο, πέραν του εαυτού της. Τι άλλο πρέπει να γίνει, μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και την αποτυχία της διευθυνόμενης οικονομίας, για να πάψει να υποτιμά η Αριστερά, στο όνομα υψηλών αντικαπιταλιστικών ή κινηματικών στόχων, τις μορφές και τις δομές κρατικής συγκρότησης; Το διάβημα της Αριστεράς, όχι απλώς το πολιτικό αλλά και το ιδεολογικό (και ίσως κυρίως το ιδεολογικό), περνάει μέσα από την ανάδειξη του κράτους σε αποτελεσματικό μηχανισμό διοίκησης, σε αποτελεσματικό παραγωγικό μηχανισμό, σε αποτελεσματικό αναδιανεμητικό μηχανισμό, αλλά και σε αποτελεσματικό μηχανισμό περιορισμού του ρόλου της αγοράς.

* Πώς μπορεί η μετατροπή της κρίσης σε ευκαιρία να γίνει κάτι παραπάνω από ένα σύνθημα;

Η σημερινή στιγμή κρίσης, και του ελληνικού κράτους και των ιδεών της αγοράς, είναι ίσως μια μεγάλη ευκαιρία για τη διατύπωση μιας φιλόδοξης αριστερής μεταρρύθμισης του ελληνικού κράτους. Μόνο μια τέτοια πρόταση θα καταστήσει πειστική μια εξίσου μεγαλόπνοη πολιτική περιορισμού της χαοτικής μηχανής της αγοράς. Αυτός πράγματι θα μπορούσε να είναι ένας τομέας άσκησης ισχυρού μεταρρυθμισμού. Θα μπορούσε όμως να αποδειχθεί και ο τομέας επιβεβαίωσης του «αριστερού συντηρητισμού».

Η εν εξελίξει μεγάλη κρίση, όπως και η κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, έδειξε ότι υπάρχει ποιότητα στον κόσμο της Αριστεράς. Συχνότατα διαβάζω κείμενα που υπερβαίνουν σε ποιότητα αντίστοιχες αναλύσεις του εξωτερικού. Η Αριστερά μπορεί να διεκδικήσει ιδεολογική και προγραμματική υπεροχή, να αγγίξει πλειοψηφικές φλέβες και να διαμορφώσει νέα ρεύματα. Ωστόσο, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ως σύνολο, δεν έχει την ιδεολογική και προγραμματική προετοιμασία για να διεκδικήσει έναν μεγάλο ρόλο. Έχει την κουλτούρα «μικρού παίκτη». Και δρα, πρέπει να της αναγνωριστεί αυτό το μεγάλο ελαφρυντικό, σε ένα δυσμενές, πολυτασικό και εσωτερικά πολυδιασπασμένο, κομματικό-οργανωτικό πλαίσιο.

Επιμέλεια: Γιάννης Μπαλαμπανίδης

O Γεράσιμος Μοσχονάς διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι εντεταλμένος διδασκαλίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο Βρυξελλών

* 7/3/10, Η ΑΥΓΗ

buzz it!

1 σχόλιο:

akrat είπε...

καλημέρα
ενδιαφέρουσα άποψη